Οι μελισσοκόμοι λένε λεφτά με
ουρά, αφήνεις τα μελισσάκια να κάνουν όλη την δουλειά και εσύ αρντάν και
αραλίκι, τρέχουν λίγο άνοιξη, και
καλοκαίρι, αλλά όλο τον χειμώνα κάθονται, μελισσοκομία δουλειά για τεμπέληδες,
και ο Θεός αγαπά τους τεμπέληδες.
Έχεις φορτώσει το φορτηγό με 24 διπλές κυψέλες
από το βράδυ, δεν τολμάς να του βάλεις από 32 διπλές κυψέλες που χωράει σε δύο
σειρές, έχεις πληρώσει έναν σπασμένο κινητήρα, δεν θέλεις να πληρώσεις και για
δεύτερο. Κοιμάσαι έναν ύπνο (ο θεός να τον κάνει ύπνο, από την αγωνία σου δεν
μπορείς να κοιμηθείς ούτε καν τον μισό χρόνο που είσαι στο κρεβάτι σου) μερικών
ωρών, ξυπνάς στις 3 το πρωί, να πιεις ένα καφέ για να ξυπνήσει ταυτόχρονα και ο
εγκέφαλος σου, να ενεργήσει και ο καφές με τις γνωστές ιδιότητες του, γιατί δεν
θα μπορείς να πας σε τουαλέτα για ώρες ολόκληρες, να κάνεις και 4 τοστ για να
φας, γιατί το τελευταίο σου γεύμα ήταν στις 6 το απόγευμα, για να μπορείς να
κοιμηθείς νωρίς χωρίς να βγάλεις ότι έφαγες στον ύπνο σου. Ξεκινάς στις 5 το
πρωί για την Χαλκιδική για να παρκάρεις κυψέλες, και μελισσοκομική ζυγαριά,
δίπλα στους δείκτες που έβαλες πριν από τρεις εβδομάδες για να πιάσεις το μέρος,
μια που κάποιος κάφρος διέλυσε εκεί το σημάδι που είχες, και υποδήλωνε την
πρόθεση σου για τοποθέτηση μελισσιών. Απέκτησες εχθρούς φαίνεται, έτσι είναι,
όσοι δεν έχουν πλέον ανάγκη από σένα μεταβάλλονται ευκολότατα σε εχθρούς.
Καλύτερα ένας φανερός εχθρός, παρά ένας εχθρός μεταμφιεσμένος σε φίλο σε τελική
ανάλυση.
Δυόμιση ώρες ταξίδι και απέχεις 1 χιλιόμετρο
από το πευκοδάσος που θέλεις να πας, και ξαφνικά ο κινητήρας σβήνει, ξαφνικά,
απότομά, χωρίς καμία προειδοποίηση. Την προειδοποίηση την είχες πριν από
μερικές μέρες όταν σου εμφάνισε πάλι ατροφία, το πήγες στον μηχανικό
πανικοβλημένος, πάλι η γνωστή σου εικασία «Πόμπα πετρελαίου θα είναι!», «Μην
φέρνεις την καταστροφή πάντα» η απάντηση του μηχανικού, «Κάτσε να δούμε πρώτα
τις απλές πιθανότητες και μετά θα πάμε
στο χειρότερο σενάριο», «Πάνε βάλε 20-30 ευρώ πετρέλαιο, μπορεί να είναι η
κλίση του στον δρόμο, έχει στενόμακρο ντεπόζιτο χωρίς ιδιαίτερο βάθος, μπορεί
αυτό να δημιούργησε την ατροφία» πας και βάζεις 50 ευρώ καύσιμο, σε 2 μέρες και
άλλα 42 χιλιόμετρα βάζεις άλλα 77 ευρώ και το φουλάρεις μέχρι τα μπούνια, 127
ευρώ όταν είχε μέσα άλλα 200-250 χιλιόμετρα πετρέλαιο! Μήπως κάτι πάει στραβά
εδώ? Η σκέψη σου. Σήμερα όμως μπορεί να ήρθε η ώρα που θα είχες δίκιο.
Προσπαθείς να το τσακμακώσεις άλλες 2 -3 φορές, βάρβαρα, επίμονα, αλλά χωρίς
αποτέλεσμα. Περνά ένας τρακτερτζής «πάρε το από εδώ που το πάρκαρες, σε αυτό το
σημείο πάνε σαν τρελοί και δεν υπάρχει καμία ορατότητα, θα σε σκοτώσουν ή θα
τους σκοτώσεις», «Δεν το πάρκαρα φίλε εδώ» λες «εδώ μου έμεινε», σε κοιτά με
λύπηση στα μάτια «καλή τύχη» απλώς σου λέει, καμία προσφορά για βοήθεια, τον
κοιτάς απελπισμένος καθώς φεύγει, για ακόμη μια φορά μόνος σου θα πρέπει να
βρεις μια λύση.
«Θα το σπρώξω λίγο και θα το πάω προς τα
αριστερά που έχει την διασταύρωση με τον χωματόδρομο» λέω «ξέχνα το πευκοδάσος,
δεν φτάνει μέχρι εκεί με τίποτα», σπρώχνω, σιγά, σιγά, κερδίζει ορμή, βοηθά και
η κλίση, έχει πλέον ταχύτητα, πηδάω στην καμπίνα του οδηγού, κλείνοντας
ταυτόχρονα την πόρτα, μισός αιώνας άνθρωπος αλλά αίλουρος, με έχει μεταμορφώσει
η πάνω από μια δεκαετία μελισσοκομίας. Πατάω γκάζι, βάζω πάλι μπρος έχοντας και φόρα, δεν! Μουγκρίζει
άγρια η μίζα αλλά δεν τσακμακώνει ο κινητήρας, δεν θα πάρει μπρός, έχω λίγη
φόρα, και τώρα τι? Κοιτάω γρήγορα αριστερά δεξιά για ένα μέρος να βάλω τα
μελίσσια μου, οργωμένα χωράφια παντού, η χωράφια με ηλίανθους να γέρνουν από το
βάρος, ένας ελαιώνας και από μπροστά του μια μικρή απουλιάνα ακαλλιέργητή,
«εκεί» η μόνη μου σκέψη «πάνε το όσο γίνεται πιο κοντά στην απουλιάνα,
τουλάχιστον να ξεφορτώσεις τα μελίσσια πριν σκάσουν». Μπαίνω μέσα στον ελαιώνα
με την ελάχιστη ορμή που κρατάει το φορτηγό από την κατηφόρα, δεν είμαι και
τόσο κοντά στην απουλιάνα αλλά ούτε και πάρα πολύ μακριά, θα ξεφορτώσω εδώ, θα
μου βγει η ψυχή αλλά γίνεται, υπάρχει ένα σχέδιο.
Κοιτάω
το κινητό για να δω την ώρα, είναι νωρίς ακόμη, αλλά δεν έχω άλλη
επιλογή, παίρνω τηλέφωνο τον μηχανικό
«Ενοχλώ?» η πρώτη μου κουβέντα «Όχι, πες μου τι έγινε και με παίρνεις τόσο
νωρίς», «Έμεινα φορτωμένος με μελίσσια στην Χαλκιδική!», «Πώς Έμεινες?»,
«Έσβησε ξαφνικά το αυτοκίνητο, χωρίς καμία προειδοποίηση!», «Έτσι απότομα? Δεν
έκανε καμία πτώση στην ισχύ? Έσβησε απότομα σαν να έκλεισες τον κινητήρα?»
«Ναι! Καμία απολύτως προειδοποίηση, όχι σαν να σου τελειώνει το πετρέλαιο που
υπάρχει ένα σβήνω, δεν σβήνω, στη αρχή. Κόπηκε απότομα, μαχαίρι!», «Ωχχχχ για
πόμπα μοιάζει!» «Και τώρα τι? Να φωνάξω οδική βοήθεια και να ξεφορτώσω τα
μελίσσια? Αυτό με νοιάζει περισσότερο αυτή την στιγμή, μην σκάσουν τα
μελίσσια!», «Είσαι κοντά σε κανένα χωριό? Θα σε έλεγα να περπατήσεις μέχρι εκεί,
και εάν βρεις κάποιο βενζινάδικο να πάρεις κανένα αιθέρα σπρέι!», «Έχω αιθέρα
ήδη στο φορτηγό, απλώς δεν έχει το καπάκι του το σπρέι, γιατί είχα χάσει το
καπάκι από το σπρέι αφεσμών και έβαλα το καπάκι του αιθέρα στο σπρέι αφεσμών!
Και εμμμμ να, μετά το έχασα και αυτό!», «Οκ δεν πειράζει, θα βάλεις το νύχι σου
πάνω στο τσούνι που έχει το σπρέι του αιθέρα και θα πατήσεις, θα βγει έτσι ο
αιθέρας και χωρίς καπάκι, θα ρίξεις στο φίλτρο αέρα αιθέρα και θα βάλεις μπρός,
θυμάσαι πως στο είχα δείξει αυτό ε?», «Ναι θυμάμαι!».
Ανοίγω το καπό του αυτοκινήτου, ανοίγω ελαφρά
και το καπάκι από το φίλτρο αέρα, και πατώντας με το νύχι μου ρίχνω μια γερή
δόση αιθέρα, κρατώντας με το άλλο χέρι το κινητό για να ακούει ο μηχανικός το
τι κάνω «φτάνει τόσο, μην ρίξεις άλλο» τον ακούω να λέει, γοργά πάω στην θέση
του οδηγού πριν εξατμιστεί ο αιθέρας και γυρίζω την μίζα πατώντας το γκάζι,
γουργουρίζει η μίζα, δεν γίνεται τίποτα άλλο «Να ξαναδοκιμάσω?» ρωτάω τον
μηχανικό, «Άντε δοκίμασε ακόμη μια φορά», αυτή την φορά ρίχνω ακόμη μια πιο
γερή δόση αιθέρα στο φίλτρο, τρέχω για να γυρίσω πίσω και ρίχνω ένα επίμονο
γύρισμα της μίζας. Ο κινητήρας αρπάζει! Αλλά μόνο για ένα δευτερόλεπτο, μετά σιωπή,
«Να ξαναδοκιμάσω?», «Όχι» μου λέει, «δοκίμασες τόσες φορές, δοκίμασες και με
αιθέρα, δεν…..! Κάλεσε την οδική βοήθεια, εάν είναι πρόβλημα με την πόμπα δεν
είναι και ότι καλύτερο να συνεχίσεις, ακόμη και εάν πάρει μπροστά δεν ξέρεις τι
μπορεί να γίνει σε λίγο, τουλάχιστον εδώ δεν κινδυνεύεις», «Οκ ξεφορτώνω
φορτηγό εδώ και καλώ την οδική βοήθεια,
θα σε ειδοποιήσω το τι έγινε», «Ναι έτσι
κάνε, τα λέμε», ξαφνικά του πετάω ένα «Ξέρεις κάτι γέρους που είναι έτοιμοι να
πεθάνουν, και αντί να φοβούνται, και να απελπίζονται για αυτό το γεγονός,
χαίρονται για αυτό, και το επιζητάνε? Σήμερα τους καταλαβαίνω απόλυτα!!!»
γελάει, το πέρασε για αστείο, δεν κατάλαβε ότι σοβαρολογούσα.
«Αχχχχ την κάτσαμε την βάρκα» η μόνη σκέψη μου
«Και εάν είναι πόμπα? Μιλάμε για ζημία εκατοντάδων ευρώ!», «Δεν είναι ώρα να το
σκεφτείς αυτό, τώρα το μόνο που σε νοιάζει είναι να ξεφορτωθούν οι κυψέλες πριν
σκάσουν». Αρχίζω να κατεβάζω πρώτα τις οκτώ που δεν είναι σε διπλή σειρά και
δεμένες, μέλισσες έχουν βγει από τις κυψέλες με τις πλαστικές βάσεις, ηλίθιος
σχεδιασμός, τις τραβάει ο ιμάντας το ξύλινο μέρος τους προς τα πίσω και δημιουργείται κενός χώρος ανάμεσα στο
ξύλο και τις πλαστικές εισόδους, και βγαίνουν οι μέλισσες! Δεν φορώ στολή, έχει
υπερβολική ζέστη και είμαι σε υπερένταση, εάν φορέσω και την μελισσοκομική
στολή σε συνθήκες καύσωνα πάω για ανακοπή. Το μαύρο μου μπλουζάκι ήδη έχει
γίνει μούσκεμα από τον ιδρώτα, έχει μουλιάσει μάλιστα στον ιδρώτα, έχει γίνει
ήδη ένα με το δέρμα μου. Κάθε κυψέλη που κατεβάζω και οι δυνάμεις μου
μειώνονται, η κάθε μια κυψέλη μακρύτερα από την άλλη, και όλες μακριά από το
φορτηγό. Δεν θέλω όμως να είναι υπερβολικά κοντά στον ελαιώνα, γιατί κάποιος θα
έρθει κάποια στιγμή να μαζεύει τις ελιές.
Κατεβάζω και την πρώτη δεμένη διπλή σειρά,
άλλες οκτώ, λαχανιάζω σαν σκύλος μέσα στον καύσωνα, τοποθετώ και την
μελισσοκομική ζυγαριά κάτω από την σημειωμένη κυψέλη. Πάω να λύσω και την
δεύτερη δεμένη σειρά με τις κυψέλες, δεν ανοίγει ο ιμάντας «Μην μου κάνεις
τέτοια ρε πούστικο!!» μουρμουρίζω καθώς πάνω από το κεφάλι μου έχει συγκεντρωθεί
ένα αξιοσέβαστο σμήνος από ορφανές μέλισσες! Με πιάνει ένας μικρός πανικός. Ζήτημα
και μόνο χρόνου είναι να γίνουν επιθετικότερες οι μέλισσες που είναι έξω από
την κυψέλη. Ένα τρακτέρ περνά εκείνη την
στιγμή. Πηγαίνω κοντά του με υψωμένα τα χέρια μου «Φίλε μου έμεινα με το
φορτηγό και για αυτό κατεβάζω αναγκαστικά τα μελίσσια μου στην απουλιάνα» λέω
στον τρακτερζή που άνοιξε την πόρτα του κουβουκλίου για να δει τι τον θέλω
«Αυτός που έχει την Απουλιάνα μήπως ξέρεις εάν θέλει να την οργώσει? Ήθελα να
πάω τα μελίσσια μου στο δίπλα το δασάκι, αλλά με άφησε ο κινητήρας και για αυτό
τώρα ξεφορτώνω τα μελίσσια εδώ, μην μου σκάσουν!», «Καλά εντάξει θα του πω εγώ
τι έγινε αυτού που έχει αυτή την γη, απλώς μην βάλεις μέσα στον ελαιώνα, είναι
της εκκλησίας και θα έχεις πρόβλημα», ξέρω πολύ καλά τι εννοεί, καλύτερα
μπελάδες με τον ίδιο τον διάολο παρά με τους «εκπροσώπους του Θεού» επί της
Γης!
«Όχι, όχι, δεν θα βάλω στον ελαιώνα,
είναι και περιποιημένος άλλωστε, θα έχει νοικοκύρη, μόνο στην απουλιάνα που
είναι σαν νταμάρι, αλλά εάν τον ξέρεις
τον ιδιοκτήτη της πες του ότι είμαι διατεθειμένος να δώσω και ενοίκιο
για όσο θα τα έχω εδώ τα μελίσσια, δεν έχω κανένα πρόβλημα, να σου δώσω και το
τηλέφωνο μου να του το δώσεις» «Γράψε το σε ένα χαρτί», τρέχω πανικόβλητος στην καμπίνα, «Που να βρω στυλό και χαρτί»
σκέφτομαι είμαι τυχερός, κάπως, για κάποιο λόγο, υπάρχει ένα χαρτί και ένας
σπασμένος μπικ στυλό στο ντουλαπάκι του συνοδηγού, γράψω με χέρι που τρέμει το
κινητό μου, καθώς εξαγριωμένες μέλισσες και ένας αλύπητος καύσωνας με πνίγουν.
Πάω πάλι προς το τρακτέρ και προσφέρω το χαρτί
με το γραμμένο μου τηλέφωνο στον
τρακτερζή «Ξέρεις έχω ένα 608 σκυλί, το πουλάω, στα 6 χιλιάρικα, κάτσε καλά
είναι, λάστιχά, νερά, λάδια, όλα φρέσκα!» τον κοιτάζω λίγο σαν χαμένος, η πρώτη
μου σκέψη είναι να του πετάξω ένα «Δεν γαμιέσαι και εσύ ρε μαλάκα! Εδώ το μουνί
μας καίγεται, και εσύ βρήκες την ευκαιρία να πουλήσεις το φορτηγό σου μέσα στην
απελπισία μου!!!» θυμάμαι ταυτόχρονα και την Αλεπού που με είχε προειδοποιήσει
για τον χαρακτήρα των Χαλκιδικιωτών, όσων τουλάχιστον είναι στα πόδια της
Χαλκιδικής, και διαφέρουν πολύ από τους ορεσίβιους Χαλκιδικιώτες «Ότι πιο
κοντινό στους νότιους Έλληνες από τους βόρειους Έλληνες!» (καλά εντάξει δεν
είπε «νότιους Έλληνες»! «Πελοποννήσιους» είπε! Χα χα χα. Μου την δίνει όταν
έχει δίκιο, και το κακό είναι ότι σπάνια έχει άδικο!).
Βάζω το ψεύτικο μου χαμόγελο, αλλά και το
«άντε γαμήσου» βλέμμα μου, και λέω «Αχχχ
με βάζεις σε μεγάλο πειρασμό τώρα!», «Αλλά θέλει επαγγελματικό δίπλωμα»
συνεχίζει ακάθεκτος, βρίσκω την χρυσή ευκαιρία για να αρνηθώ ευγενικά «Αααααα
εδώ τα χαλάμε, δεν έχω επαγγελματικό δίπλωμα,
θέλει ακόμη ένα χιλιάρικο για να το βγάλεις, και διάβασμα, μηχανολογία,
δεν με κόβει και πάνω σε αυτό, δεν μπορώ να διαβάσω, έχω να ανοίξω βιβλίο από
το γυμνάσιο» πετάω ένα ψέμα, «Ναι σε αυτό κολλάνε όλοι, στο επαγγελματικό
δίπλωμα», «Όχι στο ότι είσαι μαλάκας?» μου έρχεται να του πετάξω αλλά το
βουλώνω. Φεύγει και αυτός, εξακολουθούν οι ντόπιοι κάτοικοι της περιοχής
πεισματικά να μην προσφέρουν ούτε καν προτάσεις βοήθειας! Κάνω μια νοητική
σημείωση πάνω σε αυτό το γεγονός! «Ναι, οι πιο νότιοι από τους βόρειους
Έλληνες» (καλά, καλά, δεν χρησιμοποίησα και εγώ την λέξη «νότιοι» σε αυτή την
πρόταση!!! Χα χα χα).
Ανεβαίνω πάνω στο φορτηγό αρχίζω να προσπαθώ να μετακινήσω λίγο κάποιες
από τις κυψέλες με ωμή δύναμη μπας και χαλαρώσει λίγο ο ιμάντας, οι μέλισσες
έχουν αρχίσει να με στοχοποιούν και
πέφτουν επάνω μου για προειδοποίηση, δεν με ενδιαφέρει πλέον καίγομαι από οργή,
«θα κατεβείτε ρε πουτάνες κυψέλες και ο Θεός να κατεβεί!», οι αρκουδίσιες
κινήσεις μου έχουν αποτέλεσμα, κινείται λίγο η ακριανή πάνω κυψέλη, λίγο, αλλά αρκεί,
ο ιμάντας χαλαρώνει, τόσο όσο χρειάζεται για να τον σύρω πάνω από τα καπάκια
των κυψελών και να ελευθερωθούν οι κυψέλες από το σφιχτό εναγκαλισμό του «Τον
γλύτωσες τον φαλτσοκόφτη, γλύτωσα και εγώ τα 15 ευρώ για να ξαναγοράσω έναν
ιμάντα» σκέφτομαι. Γοργά συνεχίζω το ξεφόρτωμα του φορτηγού, με καθαρή οργή και
μόνο ως καύσιμο, ξεφορτώνω γοργά, μέλισσες πετούν οργισμένες γύρω μου, ο αέρας
καυτός και αποπνικτικός, πόνος στο στήθος, αλλά η οργή υπερισχύει όλων. Είμαι σαν σε έκσταση, λειτουργώ σαν αυτόματο,
όσο πιο πολύ κουράζομαι τόσο με κυριεύει
η οργή, και συνεχίζω.
Έχω κατεβάσει όλες τις κυψέλες, ανάβω το
καπνιστίρι για να τις ανοίξω, πάω να βγάλω το μαύρο μπλουζάκι μου, έχει τόσο
ιδρώτα επάνω του που βγαίνει δύσκολα, σαν να πας να βγάλεις το δέρμα σου
μοιάζει, φορώ την μελισσοκομική στολή, και αρχίζω να ανοίγω τις κυψέλες. Οι
μέλισσες ξεχύνονται από αυτές σαν χείμαρρος, τα καημένα, έσκασαν εκεί μέσα,
κοράκιασαν από την δίψα, είναι ζαλισμένα, αλλά εξακολουθούν να είναι επιθετικά,
δεν είμαι μόνο εγώ που χρησιμοποιεί την οργή ως καύσιμο!
Απομακρύνομαι από τις κυψέλες και βγάζω την
μελισσοκομική μου στολή, πηγαίνω στην καμπίνα του φορτηγού παίρνω το κινητό
μου, ένα μπουκάλι παγωμένο νερό από το φορητό ψυγείο μου, και μια πετσέτα. Πίνω
μονορούφι το νερό, βάζω την πετσέτα στον λαιμό μου, στέκομαι στο κέντρο του
ελαιώνα γυμνός από την μέση και πάνω, το τρίχωμα μου λαμπυρίζει από τον ιδρώτα,
τα ποτισμένα με ιδρώτα μαλλιά μου είναι λυτά και φτάνουν μέχρι την μέση μου, ένα σύννεφο από μέλισσες από
πάνω μου μοιάζει σαν να είναι έτοιμο να εξαπολύσει χαλάζι και κεραυνούς. Και
εγώ να στέκομαι εκεί με τους μυς μου φουσκωμένους από τον σωματικό κάματο του
ξεφορτώματος, με τους βραχίονες να μην είναι κοντά στο σώμα λόγω των μυών της
πλάτης, και οι παλάμες κλειστές σαν γροθιές. Σαν ένας περήφανος ασημοράχος
γορίλας. Υποθέτω ότι είμαι ένα εντυπωσιακό θέαμα, ένα εντυπωσιακό θέαμα που δεν
το είδε κανείς. Ένα δέντρο που πέφτει σε
ένα δάσος άδειο από αυτιά.
Λένε ότι μελισσοκόμοι γίνονται όσοι έχουν κάνει μεγάλα
κρίματα σε κάποια προηγούμενη ζωή τους. Κόβανε κεφάλια αβέρτα και κάνανε
πυραμίδες με αυτά. Έκλεβαν, λεηλατούσανε και βιάζανε, τους αδύναμους αυτής της
ζωής. Βάζανε φωτιά στον κόσμο και εύφραινε η ψυχή τους με τις φλόγες που
φτάνανε μέχρι τον ουρανό. Καταδικασμένες
ψυχές να μην πάνε ποτέ στον παράδεισο και να ζούνε όλες τις επόμενες ζωές τους
στην κόλαση
Παίρνω τηλέφωνο στην ασφαλίστρια μου, θα το
κανονίσει αυτή να έρθει οδική βοήθεια, αλλά
το φορτηγό θα μεταφερθεί στην έδρα του Νομού, δεν μπορεί να πάει
κατευθείαν στον Σοχό, ούτε και εγώ θα μπορώ να πάω με την οδική βοήθεια στον
Σοχό, μου καλύπτει μέχρι 100 ευρώ έξοδα για την μεταφορά μου η οδική βοήθεια.
Θα περιμένεις εκεί που είσαι, έδωσα τα τοποθεσία σου, θα σε ειδοποιήσουν
αυτοί πότε θα φτάσουν. Μου έρχεται και μήνυμα
στο κινητό, δίνουν έναν σύνδεσμο για να παρακολουθώ που είναι ο οδηγός. Ακόμη
είναι στην Ποτίδαια, θα πάρει χρόνο για να έρθει, ευκαιρία να τακτοποιήσω τους
ιμάντες, την στολή, να απλώσω στην κεφαλίδα της θέσης του οδηγού το μαύρο μου
μπλουζάκι να στεγνώσει, ευτυχώς έχω πάρει και δεύτερο μπλουζάκι για να έχω κάτι
να φορέσω που δεν θα βρομάει ιδρώτα, δεν
πήρα όμως δεύτερο παντελόνι παραλλαγής. Μυρίζω σαν καμένο δάσος από τις
πευκοβελόνες από το καπνιστίρι, αλλά και σαν γουρούνι από τον ιδρώτα.
Δείχνω βρόμικος, απεριποίητος, σε μαύρα χάλια
(χούρντας, χαλιαμπάλιας, χαϊλιάσης, χαλιαχούτης, χαντούρης, πολλές
οι λέξεις που αρχίζουν από «Χ» και υποδηλώνουν την πλήρη απαξία αυτού που τις «επωμίζεται»),
συνειδητοποιώ ότι θα πρέπει τις επόμενες (πολλές) ώρες να μετακινηθώ με δημόσια
μέσα μεταφοράς ανάμεσα σε φυσιολογικούς ανθρώπους, καλοντυμένους, καθαρούς,
περιποιημένους, εμφανίσιμους, σε ανθρώπινη κατάσταση. Σε αντίθεση με εμένα που
μοιάζω πλήρως σε εμπόλεμη κατάσταση, σαν κάτι που έφαγε ο Θεός του πολέμου και
το έβγαλε, και από τις δύο εξόδους/εισόδους του πεπτικού συστήματος. Νιώθω
ντροπή. Έχω αγριέψει πάρα πολύ τα τελευταία χρόνια με την μελισσοκομία, και την
πανδημία, καθώς και την απομόνωση που επιβάλουν και τα δύο στην ζωή μου, αλλά δεν είμαι ακόμη αρκούντως άγριος ώστε να
αδιαφορώ πλήρως για την γνώμη των άλλων. Ακόμη και εάν είναι παντελώς ξένοι,
και δεν θα τους συναντήσω ποτέ ξανά στην ζωή μου. Υπάρχει ακόμη πορεία για να μεταβληθώ
σε πλήρες αγρίμι. Η τάση είναι εκεί, από
γεννησιμιού μου, οι συνθήκες την τελευταία δεκαετία έχουν επιταχύνει τρομερά
αυτή την πορεία, αλλά υπάρχει ακόμη κάτι
το ανθρώπινο εκεί μέσα βαθιά κρυμμένο. Ακόμη.
Φορώ το πράσινο μπλουζάκι,
τελείως λαθεμένη επιλογή εάν σκεφτείς ότι φοράω πράσινη παραλλαγή,
φθαρμένα ημιάρβυλα εργασίας, κάνω
κοτσίδα πάλι τα μαλλιά μου. Κοιτάζω το κινητό μου να δω που είναι ο οδηγός,
πήρε τον λάθος δρόμο! Και θα αργήσει, και θα πρέπει να μπει από χωματόδρομους,
θα γκρινιάζει! Αν έπαιρνε ένα τηλέφωνο
θα του έδινα τις οδηγίες που έπρεπε, τώρα θα ήταν εδώ. Κάποια στιγμή με παίρνει
τηλέφωνο για οδηγίες «Κακώς πήρες αυτή την διαδρομή, θα πρέπει να βγάλεις 2-3 χιλιόμετρα τώρα σε χωματόδρομο
που είναι σπαστίρι, δεν έχει μεγάλες λακκούβες, αλλά έχει πολύ πετροχάλικο, θα
το νιώσουν για τα καλά οι αναρτήσεις σου!», «Οκ θα είμαι εκεί σε λίγη ώρα».
Τον βλέπω που φτάνει, του κάνω νόημα, και του
δείχνω το που είναι το φορτηγό, μου δίνει οδηγίες πως θα το κουμαντάρω καθώς το
τραβάει το συρματόσχοινο στην καρότσα, τον ρωτώ «Που θα πάει το φορτηγό,
Μουδανιά? Ο οδηγός? Θα τον αφήσεις σε αυτή την ερημιά?», «Δεν ξέρω φίλε μου που
θα πάω τώρα, μπορεί να με βγάλουν να πάρω και άλλο όχημα, πες στο Πευκοχώρι, θα
σε αφήσω κάπου εσένα να πάρεις κανένα ταξί, ή λεωφορείο, μίλα με την ασφαλίστρια σου το τι σε καλύπτουν, μερικούς
τους καλύπτουν μέχρι 100 ευρώ, θα ήθελα να σε πάω στον Σοχό, έχω πάει Σοχό όταν
ήμουν στην οδική στην Θεσσαλονίκη, αλλά τώρα εδώ και 2 μήνες είμαι στην
Χαλκιδική, λυπάμαι, αλλά και εγώ είμαι ένας απλώς εργαζόμενος, δεν κάνω εγώ
τους κανόνες. Να σε αφήσω στην Άφυτο?», «Θα προτιμούσα να με άφηνες στην Κασσάνδρεια
εάν γίνεται, την ξέρω καλύτερα, ξέρω που είναι ο σταθμός των ΚΤΕΛ εκεί, στην
Άφυτο δεν ξέρω απολύτως τίποτα», «Δηλαδή να μην σε αφήσω Άφυτο, στην Νέα Φώκαια
μήπως?», «Θα προτιμούσα στην Κασσάνδρεια,
την ξέρω καλύτερα», «Και δεν μου λες έχεις ώρα εδώ?» «Φόρτωσα το βράδυ,
ξεκίνησα στις 5 το πρωί από τον Σοχό, ξεφορτώνω τόση ώρα κυψέλες για να
μην μου σκάσουν τα μελίσσια», «Άρπαξες καλή ταλαιπωρία! Οκ φιλαράκι θα σε πάω Κασσάνδρεια, γιατί σε
πάω και φαίνεσαι ξυγημένος».
Ξεκινάμε για Κασσάνδρεια έχει όρεξη για
κουβέντα, μου λέει για τα προβλήματα της δουλειάς του, για το πόσο προβληματική
είναι η κατάσταση για τους οδηγούς της οδικής στην Χαλκιδική, δουλεύει από τις
8 το πρωί μέχρι τις 10 το βράδυ, δεν πληρώνεται ούτε με το κομμάτι, ούτε υπερωρίες,
700 ευρώ όλα και όλα, διαρκώς στο τιμόνι, ευτυχώς που χωρούσανε τα ψαλίδια, εάν
ήταν αγροτικό θα υπήρχε πρόβλημα, έχουν διαφορικά τα αγροτικά, πως θα το τραβήξει
το βίντσι. Προφανέστατα με έκρινε ότι είμαι καλός ακροατής, μάλλον εξακολουθώ
και δείχνω πολιτισμένος, κάπως, αλλά μάλλον δείχνω, δεν έχω αγριέψει τόσο πολύ,
εξωτερικά τουλάχιστον.
Φτάνουμε στην Κασσάνδρεια, βλέπω ένα ωραίο
γκράφιτι με μέλισσες στην είσοδο της, παρόλο τα σπασμένα νεύρα αντιλαμβάνομαι
ότι είναι μια καλή ευκαιρία για να το βγάλω φωτογραφίες (εξακολουθώ και
λειτουργώ ως blogger, όχι επαρκώς άγριος. Ακόμη!).
«Άσε με εδώ, να περπατήσω και λίγο θα σε βολεύει περισσότερο εδώ για να κάνεις
αναστροφή» του λέω, «Κάτσε να σε πάω μέχρι το φανάρι, να μην περπατάς και
τόσο», σταματάμε, ανεβαίνω στον φορτηγό για να πάρω μερικά πράγματα, τα κλειδιά του σπιτιού, τα
λεφτά μου, δύο κρουασάν που εάν τα άφηνα στην καμπίνα θα χαλούσαν από την
ζέστη, το δίπλωμα για να μπορώ να
πιστοποιήσω ότι είμαι πολίτης αυτής της χώρας σε κανέναν υπερενθουσιώδη
αστυνομικό που θα με έκανε κανένα έλεγχο γιατί θα με έκοβε ως «ύποπτης εθνικής καταγωγής», το τζάκετ της φόρμας μου,
την σακούλα με τις μάσκες προσώπου, μια πλαστική μπλε σακούλα για να τα βάλω
όλα αυτά μέσα. Αποχαιρετώ τον οδηγό και κατευθύνομαι για τα ΚΤΕΛ στην Κασσάνδρεια,
αρχίζω να τρώω ταυτόχρονα τα κρουασάν, και δεν θα φάω κάτι για ώρες, αλλά και
εάν πάω να μπω σε κάποιο σουπερμάρκετ άντε να αποδείξεις ότι δεν τα πήρες από
αυτούς, αλλά ότι τα έφερες μαζί τους.
Μπαίνω στο σταθμαρχείο «Ένα εισιτήριο
για Θεσσαλονίκη» λέω «Θέλεις με επιστροφή, θα σου βγει πολύ φθηνότερα» λέει ο
σταθμάρχης, προφανέστατα με έχει κόψει για ντόπιο (εργατικό) πληθυσμό, «Όχι»
του λέω «Μόνο για να πάω, ευχαριστώ» «9,50 ευρώ» μου λέει, δεν ακούω καλά λόγου
της ενδοβοής στο δεξί μου αυτί, του δίνω 15 ευρώ «9,50 ευρώ κύριε σας είπα» μου
λέει και παίρνει μόνο το δεκάευρο «Αφήστε, είμαι πολύ ζαλισμένος σήμερα»
απαντώ «Τι ώρα θα φύγει?», «Στις 12, σε
50 λεπτά».
Βγαίνω από το σταθμό των ΚΤΕΛ, πάω στο δίπλα
Σούπερ μάρκετ, παίρνω ένα παγωμένο νερό, υγρά πανάκια καθαρισμού, και
αποσμητικό. Δεν μπορώ να κάνω πολλά για την εμφάνιση μου, αλλά μπορώ να μην
μυρίζω σαν ζώο, νιώθω ότι το χρωστάω αυτό σε όσους θα έχουν την ατυχία να
κάτσουν δίπλα μου σε λεωφορεία και αστικά. Περιμένω στην ουρά, από μπροστά μου
ένας τουρίστας γερμανικής ή σλαβικής καταγωγής, έχει τιγκάρει το καλάθι του με
βαζάκια, μαρμελάδες, και κάτι σαν μέλι, μου κινεί το ενδιαφέρον η επιλογή του,
κοιτάζω την οθόνη της ταμιακής όταν περνά τα εμπορεύματα του καλαθιού του από
το barcode, “SOG σιρόπι
με άρωμα μελιού 450 gr 1 Χ 1,53 ευρώ»
διαβάζω, «Σιρόπια μελιού για τους
ουρανίσκους τους με 1,53 και για αυτό το μέλι τους ξινίζει ως ακριβό!», φτάνει
η σειρά μου, χτυπάει τα προϊόντα μου, «Βάλε μου και μια πάνινη σακούλα» λέω
καθώς συνειδητοποιώ ότι όλη η «πραγμάτια» μου βρίσκεται σε μια πλαστική μπλε σακούλα,
«Ορίστε! Βελτιώθηκε κάπως και η εμφάνιση μου» λέω ειρωνικά.
Βγαίνω από το Σούπερ μάρκετ, ανοίγω το καπάκι
από το αποσμητικό και ρίχνω σε μασχάλες και μέσα από το φανελάκι στο στήθος, οι
επιβάτες από τα αυτοκίνητα στον δρόμο με βλέπουν με περιέργεια, δεν θα έχουν
δει μάλλον άγριο ξανά να καλλωπίζεται! Ξεκινώ με τα πόδια να πάω πάλι πίσω στην
είσοδο της Κασσάνδρειας για να βγάλω φωτογραφίες από το Graffiti, να έχει ένα κέρδος και αυτή η
μέρα. 10-15 φωτογραφίες για να το βγάλω κομμάτι, κομμάτι, μια Ειρήνη το
υπογράφει, πολύ καλή δουλειά Ειρήνη!
Γυρίζω στον Σταθμό των ΚΤΕΛ για να περιμένω να
έρθει το λεωφορείο, πάω στην τουαλέτα, κλείνω την πόρτα, βγάζω το μπλουζάκι,
παίρνω μερικά υγρά μαντηλάκια καθαρισμού και αφαιρώ αλμύρα και οσμή από το
στήθος, πλάτη, λαιμό μου, ρίχνω και γερές δόσεις αποσμητικού παντού, σχεδόν
ανθρώπινός. Τουλάχιστον όχι προσβλητικό θέαμα οσμωτικά. Εμφανισιακά μοιάζω σαν
να βγήκα από την Μαριούπολη μετά από 3 μήνες πολέμου. Τι να κάνουμε? Αυτός είμαι.
Λένε
ότι όταν κάποιος γίνεται μελισσοκόμος ο μελισσοκομικός πυρετός του σπάζει την
ψυχή σε πολλούς μικρούς μελισσοκόμους! Ο κάθε ένας μελισσοκόμος έχει διαφορετικό
αριθμό μικρών μελισσοκόμων στην ψυχή του, ανάλογα το πόσο μεγάλη ψυχή είχε,
ανάλογα το πόσο βαρύς ήταν ο μελισσοκομικός πυρετός του. Άλλοι έχουν πολιτείες
ολάκερες, άλλοι έχουν χωριά, μερικοί έχουν απλώς μικρούς οικισμούς. Οι μικροί
αυτοί μελισσοκόμοι της ψυχής είναι ολιγαρκείς, ζούνε με την χαρά του
μελισσοκόμου, λίγες οι ανάγκες τους όπως λίγες και οι χαρές του μελισσοκόμου.
Πεθαίνουν όμως κάθε φορά που κάτι πάει στραβά στην δουλειά και την ζωή του
μελισσοκόμου. Κάθε αβαρία, κάθε ζημιά, κάθε κακή χρονιά, κάθε άσχημος τσακωμός
με άλλους μελισσοκόμους, και ένας μικρός μελισσοκόμος της ψυχής πεθαίνει. Και έτσι
σιγά, σιγά, και μερικές φορές γοργά, γοργά, οι μικροί μελισσοκόμοι της ψυχής πεθαίνουν, και τίποτα δεν τους αναπληρώνει, γιατί η ψυχή του μελισσοκόμου ήδη
έχει χωριστεί σε μικρούς μελισσοκόμους και δεν υπάρχει κάτι άλλο για να
χωριστεί. Και οι μικροί μελισσοκόμοι της ψυχής όλο και πεθαίνουν, και
πεθαίνουν, και πεθαίνουν. Μέχρι που να μείνει μόνο ένας, ένας μικρός
μελισσοκόμος της ψυχής. Και όταν πεθάνει και αυτός? Τότε ο μελισσοκόμος παύει
να είναι μελισσοκόμος, και αντί για ψυχή έχει μια πελώρια μαύρη τρύπα.
Ανεβαίνω στο ΚΤΕΛ, γεμάτο με νεαρά άτομα, μόνο
με μαγιό, κορίτσια και αγόρια, ξεχωρίζω σαν την μύγα μες το γάλα, πηγαίνω για
ακόμη μια φορά στην γαλαρία, το αγαπημένο μου μέρος στα λεωφορεία, θυμάμαι
ξαφνικά τις μάσκες προσώπου, δεν φοράει κανένας άλλος, την φοράω εγώ, για
αντίδραση, ως μέσο για να αποστασιοποιηθώ από όλους, όχι τόσο σωματικά, όσο
ψυχικά. Δεν ανήκω εγώ εδώ, άλλοι κόσμοι, δύο χρόνια πανδημίας, δύο χρόνια κάθε
μέρα στα μελίσσια, δύο χρόνια μόνο βουνό και λαγκάδια, μακριά σχεδόν από όλους.
Τι γυρεύω εγώ εδώ μέσα, τι κοινό έχουν τα χαμογελαστά πρόσωπα και βλέμματα των
άλλων με το δικό μου σκυθρωπό πρόσωπο και αγριεμένο βλέμμα? Τι γυρεύει ένας λύκος
μέσα σε ένα κοπάδι με πρόβατα?
Περνάμε από την Καλλιθέα, ένα πολιτισμικό σοκ!
Νέος κόσμος, ημίγυμνός, αραγμένος στα τραπέζια των καφετεριών και των bar. Πολύς κόσμος, υπερβολικά
πολύς κόσμος, πλαστικές μπάλες θαλάσσης, πετσέτες, ομπρέλες, ποτά στα χέρια,
μπικίνι να συγκρατούν στήθη γιαουρτοσακούλες, σώματα παράταιρα σαν να είναι συρραφή
δύο διαφορετικών γυναικών από την μέση και πάνω. Αλλά και υπέροχα καλλίγραμμα
νεανικά σώματα, βαλίτσες να ακολουθούν νεαρά κορίτσια! Πολλές βαλίτσες! Σαν
πενταήμερη εκδρομή όπου καταφθάνουν ταυτόχρονα 20-30 λύκεια μπροστά από το ίδιο
ξενοδοχείο!
Δεν το περίμενα αυτό, ή το περίμενα αυτό, αλλά
όχι σε αυτόν τον εξωφρενικό βαθμό. Το κάθε τι στον μέγιστο βαθμό. Μια Ελλάδα
τόσο ξένη από μένα, μια Ελλάδα τοσο μακρινή από την πραγματικότητα μου, μια
Ελλάδα με εμφανίσιμες υπεύθυνες υποδοχής στο Αχοί και στο Μαρκίζ το καλοκαίρι,
και στο Κάσπερ ντε Βερύκοκο τον χειμώνα, με όνειρα να πάρουν προαγωγή για το Nammos της
Μυκόνου όπου θα γνωρίσουν τον χοντροπορτόφολο χορηγό που θα ικανοποιήσει όλα τα
υλικά όνειρα τους, με αντάλλαγμα την παρουσία τους στο κρεβάτι του. Μια Ελλάδα
που ξοδεύει σε 10 μέρες όσα αποταμίευε σε 1 χρόνο, ή και μια Ελλάδα που μπορεί
να ξοδεύει σε αυτά τα μέρη σε 5-6 μήνες όσα αποταμίευσε σε 10 μέρες.
Και εδώ η κατάρα των πευκάδων που
δουλεύουν το πρώτο πόδι της Χαλκιδικής (σε μικρότερο βαθμό όσοι δουλεύουν στο
δεύτερο πόδι της Χαλκιδικής), σε σχέση με τους πευκάδες στην Εύβοια, και την
Θάσο, και φυσικά στους Ελατάδες, και τους Βελανιδάδες, σε όλη την Ελλάδα. Οι
πευκάδες του πρώτου ποδιού της Χαλκιδικής λιώνουν τις ψυχές τους κάτω από τον
ήλιο σε μεταφορές, και τρύγους, σε ένα μέρος που αποτελεί έναν από τους τουριστικούς
παραδείσους της χώρας. Βλέπουν και έχουν πλήρη επίγνωση το τι χάνουν αυτή την
εποχή, από αυτή την ζωή και εργασία. Ότι ζούνε σε έναν κόσμο βαθύ γκρι, όταν
υπάρχουν τόσες πολλές λαμπερές αποχρώσεις του θαλερού λευκού. Όλοι οι πευκάδες
έχουν πληγές από την ζωή που κάνουν, αλλά μόνο στους πευκάδες του πρώτου ποδιού
της Χαλκιδικής οι πληγές τους είναι γεμάτες αλάτι, το αλάτι της αντίθεσης των
ζωών τους με τις ζωές των άλλων, των φυσιολογικών ανθρώπων, και ξέρετε, αυτό
πονάει ακόμη περισσότερο.
Εξακολουθώ να παρακολουθώ τα παραδείσια πουλιά
καθώς διασχίζουμε την Καλλιθέα, τόσο υπερβολική σε σχέση με μια ήδη υπερβολική
παραθαλάσσια Χαλκιδική! Τόσο ξένη για μένα, τόσο περισσότερο αλάτι στην πληγή,
το γεγονός ότι όλοι διασκεδάζουν, ενώ εγώ νιώθω μισός έχοντας αφήσει τόσες
κυψέλες στην αβεβαιότητα της θέλησης άλλων, φεύγω μόνος μου χωρίς τον πιστό (τις
περισσότερες τουλάχιστον φορές) σύντροφο στα μελισσοκομικά μου ταξίδια, έναν
πληγωμένο σύντροφό που πιθανότητα για να τον επαναφέρω θα πληρώσω έναν πόνο και
εγώ. Ένας μελισσοκόμος χωρίς το φορτηγό του. Ένα τίποτα!
Πονάει τόσο το τυχαίο που ακυρώνει πάνω από
δέκα χρόνια εργασίας, η αδυναμία στο απρόβλεπτο, οι βαριές συνέπειες της κάθε
ατυχίας. Με εξοργίζει τόσο το γεγονός ότι αυτό μπορεί να συμβεί, και να συμβεί,
και να συμβεί στο μέλλον, ξανά και ξανά! Με τις δεκαετίες να περνούν και εγώ
κάθε τόσο να νιώθω ένας ξένος σε ένα λεωφορείο γεμάτο με νεαρά παιδάκια,
διαφορετικά κάθε φορά, ίσως και στο τέλος της μελισσοκομικής μου ζωής να είναι
τα παιδιά από τα παιδιά αυτού του λεωφορείου που βρίσκομαι σήμερα! Πόσοι μικροί
μελισσοκόμοι της ψυχής μου απομένουν ακόμη? Λίγοι υποθέτω, αρκετοί για να
στελεχώσουν ένα φυλάκιο. Ένα πολύ μικρό φυλάκιο!
Βρίσκεσαι μέσα σε ένα λεωφορείο
που πηγαίνει προς την Πυλαία. Εκεί θα πάρεις ένα αστικό που θα σε οδηγήσει στο
κέντρο, θα κοιμηθείς εκεί μέσα καθώς θα σε καταβάλει επιτέλους η εξάντληση, θα
ξυπνήσεις στην στάση στο Ιπποκράτειο. Θα περιμένεις αρκετή ώρα έξω από το
πανεπιστήμιο Μακεδονίας στην στάση του αστικού που θα σε πάει στον Λαγκαδά. Θα
δεις ότι η πόλη, το κέντρο της τουλάχιστον, είναι άδειο από ανθρώπους αυτή την
εποχή. Θα διαπιστώσεις ότι τα δύο χρόνια που έχεις να περιδιαβείς αυτή την πόλη
είναι εξίσου βρόμικη με όσο την θυμόσουν, αλλά και γεμάτη ερείπια, ερείπια
ονείρων με την μορφή κλειστών και άδειων μαγαζιών. Ότι δεν έκανε η υπερδεκαετης
οικονομική κρίση της χώρας μας το κατάφερε η πανδημία, και τώρα η ενεργειακή
κρίση. Μαγαζιά κλειστά στην Εγνατία και στην Λαγκαδά! Πολλά, πάρα πολλά. Θα
περιμένεις με τις ώρες στον σταθμό των ΚΤΕΛ στον Λαγκαδά μέχρι να πάρεις το λεωφορείο
για τον Σοχό. Θα μπεις στο σπίτι σου και θα αντικρίσεις στον καθρέπτη δύο παραπονιάρικα
καστανόμαυρα μάτια, θα αναφωνήσεις «Σε ξέρω εσένα, εσύ δεν είσαι αυτός που
γράφει? Μας έλειψες!». Θα πέσεις στον καναπέ, και θα ανοίξεις τον υπολογιστή
για να απαντήσεις σε όσους σχολίασαν στην ανάρτηση σου στο Facebook σχετικά
με τις σημερινές σου περιπέτειες, θα σε πάρει ο ύπνος με τον υπολογιστή στην
αγκαλιά, χωρίς να κάνεις το μπάνιο που τόσο επιθυμούσες.
Θα κοιμηθείς, για ώρες, σε έναν καναπέ, με
έναν υπολογιστή ανοιχτό στην αγκαλιά σου, εξαντλημένος, βρόμικος, απογοητευμένος.
Ηττημένος!
Λένε ότι σπάνια πεθαίνει ένας μελισσοκόμος την
ώρα της δουλειάς του, όρθιος με ένα καπνιστίρι στο ένα χέρι του, και ένα ξέστρο
στο άλλο. Χωρίς να έχουν πεθάνουν όλοι οι μικροί μελισσοκόμοι της ψυχής του.
Και μια που δεν μπορεί ψυχή μελισσοκόμου να μπει στον παράδεισο, μένουν στο μέρος που πέθανε ο μελισσοκόμος. Να
φροντίζουν οι μέλισσες να πηγαίνουν το μέλι μόνο σε όσους μελισσοκόμους έχουν
μεγάλη, και αγαθή ψυχή, και να τις διώχνουν
από όλους τους μελισσοκόμους είναι σκάρτοι και μικρόψυχοι. Μια που δεν
υπάρχει πρόθυμος Θεός να προσέχει τους άμοιρους μελισσοκόμους, μένει μόνο στους
μικρούς μελισσοκόμους της ψυχής να δίνουν ένα χέρι βοηθείας στους μελισσοκόμους.
Μικροί οι μελισσοκόμοι της ψυχής, μικρή και η
βοήθεια τους.
Ουαί τοις ηττημένοις ξέστρα φέροντες.