Είναι υπέροχη η μελισσοκομία!
Ο αχαλίνωτος ενθουσιασμός των νέων μελισσοκόμων που δεν τους έχει φθείρει ακόμη η δύσκολη ζωή ενός επαγγελματία μελισσοκόμου, και οι δυσχερέστατες συνθήκες άσκησης αυτής της επαγγελματικής δραστηριότητας.
Δεν θυμάμαι καν πότε ήταν η τελευταία φορά που ένοιωσα έτσι για την μελισσοκομία! Μάλλον θα ήταν πριν μείνω δίπλα σε κάποιον δρόμο με χαλασμένο, και φορτωμένο το φορτηγό με κυψέλες, θα ήταν πριν μείνω μέσα σε κάποια λασπωμένη απουλιάνα με φορτωμένο με κυψέλες το φορτηγό, θα ήταν πριν γυρίσω από κάποιον από τους κύριους τρύγους με άδεια την καρότσα από μέλια, θα ήταν πριν αντικρίσω δεκάδες άδειες κυψέλες από μελίσσια μέσα στα μελισσοκομεία.
Τρίτη μεσημέρι, αποστολή να ταΐσω με σταθερή τροφή τα μελίσσια γιατί κωλόνω να αρχίσω να ταΐζω από τώρα τα μελίσσια με σιρόπι με μέλι. Να δυναμώσουν λίγο ακόμη τα μελίσσια, να μπορέσουν να αμύνονται καλύτερα από επιθέσεις από άλλα μελίσσια, και έπειτα να τολμήσω να τα τροφοδοτήσω με σιρόπι με μέλι, επίφοβή τροφοδοσία μετά από αυτά που είδα πέρσι το καλοκαίρι που εφάρμοσα αυτή την μέθοδο τροφοδοσίας. Πολλά έχουν δει τα μάτια μου στην μελισσοκομία, αλλά αυτό μου φέρνει τρόμο!
Η πρόβλεψη είναι για βροχές όλη την εβδομάδα, ήδη έχει βρέξει το βράδι της Δευτέρας και έχω ήδη αναβάλει την απόφαση να πάω να τροφοδοτήσω την Τρίτη, αλλά το πρωί της Τρίτης είναι χαρά Θεού από την ηλιοφάνεια. "Παράθυρο ευκαιρίας?" αναρωτιέμαι, "θα υπάρξει άλλο μέσα στην εβδομάδα?", "θα το ρισκάρω!" η τελική απόφαση πάρθηκε, ξεκινώ για το πιο μακρινό από τα μελισσοκομεία μου. Μεγαλύτερη η διαδρομή μέσα από χωματόδρομους, εάν είναι να κολλήσω στην λάσπη θα γίνει πιθανότερα σε αυτό, να ξεμπερδεύω με το δυσκολότερο μελισσοκομείο, και μετά ας πάω και στο δεύτερο.
Με που φτάνω στο πρώτο μελισσοκομείο μου τσουππππ και οι πρώτες σταγόνες βροχής, αμέσως να βάλω τα κουτιά με τις σταθερές τροφές κάτω από την καρότσα του φορτηγού, όπως και το τσουβάλι με τις πευκοβελόνες, δεν έχω προλάβει να ανάψω ακόμη το καπνιστήρι, το βάζω στην καμπίνα, μπαίνω και εγώ μέσα στην καμπίνα και περιμένω την έκβαση του αγώνα.
Ελάχιστες οι στάλες της βροχής, και σταματάει μέσα σε ελάχιστα λεπτά, από πάνω μου συννεφιασμένος ο ουρανός αλλά στον ορίζοντα καταγάλανος, και ο αέρας καθαρίζει σιγά, σιγά, τον ουρανό από τα σύννεφα. "Τυχερός είμαι, βάρα και μην μασάς, χωρίς αναπνοή, να προλάβεις να τα ταΐσεις, μπας και ταΐσεις και τα άλλα πριν γυρίσει πάλι ο καιρός, Μάρτης δεν μπορείς να του έχεις καμία εμπιστοσύνη, τώρα χαμογελάει, αμέσως μετά σε γαμάει!" Δουλεύω χωρίς ανάσα, σημασία έχει μόνο η ταχύτητα, κυψέλες να βγαίνουν!
Δεν κατάλαβα πότε πέρασε η ώρα αλλά η αποστολή επιτελέστηκε. Τέλος με αυτό το μελισσοκομείο πάμε στο άλλο, κοιτάζω ψιλά, ο ουρανός δεν είναι γαλάζιος, έχει ξανακλείσει με σύννεφα μαύρα και βαριά, αρχίζω να νοιώθω το κρύο καθώς είμαι όλος ιδρωμένος από την χωρίς ανάσα εργασία, "Χμμμμ! Δεν είναι και οι καλύτερες των συνθηκών! Για να δούμε θα προλάβω? Το ότι θα βρέξει είναι σίγουρο, το πότε θα γίνει μόνο παίζει, και κυρίως πως θα με βρει εμένα, με ένα ξέστρο στο χέρι, ή με ένα τιμόνι?"
Φτάνω και στο δεύτερο μελισσοκομείο μου, κατεβαίνω και ανάβω το καπνιστήρι, αρχίζω να τροφοδοτώ και τσουππππ αρχίζουν να πέφτουν μερικές σταγόνες βροχής "Συνέχισε!" σκέφτομαι "Που ξέρεις, μπορεί να συνεχίσεις να είσαι τυχερός και να μην βρέξει αμέσως, μην καθυστερείς, όσες περισσότερες κυψέλες βγάλεις κέρδος θα είναι για να φύγεις λίγο νωρίτερα" συνεχίζω με αυτή την σκέψη και μετά από λίγο σταματάει να ψιχαλίζει, καπάκι ένα παράθυρο γαλάζιου ουρανού να πλησιάζει, "Μας λυπήθηκε ο Θεός, βάρα και μην μασάς, ευκαιρία είναι, χωρίς ανάσα, δούλευε, μην σκέφτεσαι, ταχύτητα και μόνο", καπνίζω είσοδο, ανοίγω καπάκι, τραβάω κερόπανο, καπνίζω ξανά, αφαιρώ νάιλον φαγωμένης τροφής, βάζω την νέα τροφή που ήδη την έχω ανοίξει με το φαλτσοκόφτη, επανατοποθετώ το κερόπανο, κλείνω το καπάκι, τσουλάω το καρότσι με τις τροφές μπροστά στην επόμενη κυψέλη, χαράσσω την τροφή με τον φαλτσοκόφτη για να την ανοίξω, επαναλαμβάνω την όλη διαδικασία, ξανά, και ξανά, και ξανά, και ξανά.
Χωρίς ανάσα, χωρίς διάλλειμα, χωρίς σκέψη.
Παγωμένος ο αέρας, μούσκεμά από τον ιδρώτα εγώ, κρυώνω, διψάω, αρχίζω να πεινάω, αλλά δεν έχω την πολυτέλεια για τίποτα, πρέπει να τελειώσω.
Η μελισσοκομία του πρέπει, και της ανάγκης, και όχι η μελισσοκομία της απόλαυσης, και της ευχαρίστησης.
Δεν είναι υπέροχη η μελισσοκομία?
Φυσικά!
Και γίνεται όλο και καλύτερη!
Η καρδιά πάει να σπάσει, αλλά έχει βγει το μεγαλύτερο μέρος του μελισσοκομείου, καμιά τριαντάδα μελίσσια ακόμη, 35-40 λεπτά βαριά, βαριά, το καπνιστήρι αρχίζει να ρετάρει, θέλει πευκοβελόνες, παράξενο στα τελευταία μελίσσια σαν να άρπαξα αρκετά τσιμπήματα, είναι τα μελίσσια πιο επιθετικά ή είναι η ιδέα μου, έπεσα σε παρτίδα με τσαούσικα μελίσσια ή τρέχει κάτι άλλο?
Κοιτάζω ψιλά, κατάμαυρός ο ουρανός! Αυτό τρέχει! Με την δουλειά εγώ δεν το πήρα χαμπάρι, αλλά δεν ισχύει το ίδιο για τις κιτρινόμαυρες κυρές μου! Μερικές αδέσποτες σταγόνες από εδώ και εκεί, ακούγεται και μια μακρινή βροντή, "Τι κάνω τώρα? Συνεχίζω μπας και είμαι πάλι τυχερός, ή φεύγω για να μην με πιάσει η βροχή και κολλήσω σε καμία λασπουριά μέσα στους χωματόδρομους?" σκέφτομαι, "Πάνε βάλε λίγη πευκοβελόνα στο καπνιστήρι και βλέπεις" η δεύτερη σκέψη μου, κατενάτσιο μέχρι να αποφασίσω τι θα κάνω, μακριά πλέον το φορτηγό μου δίνεται η ευκαιρία να παρατηρήσω τον ουρανό, βαρύς, μουτρωμένος, με λυμένο το ζωνάρι του για καυγά. Φτάνω στην καρότσα του φορτηγού, μπουκώνω το καπνιστηρι με πευκοβελόνα, "Μην ξεκινάς ακόμη για τα ταΐσεις, μάζεψε ότι σακούλα από τροφή έχεις βγάλει από τις κυψέλες, καθάρισε το μελισσοκομείο, και βλέπεις πως θα πάει ο καιρός και αποφασίζεις τότε".
Καθαρίζω για το επόμενο πεντάλεπτο το μελισσοκομείο, μια μεγάλη σακούλα σκουπιδιών με σακούλια από φαγωμένες τροφές, αρχίζει να ρίχνει χοντρές σταγόνες όλο και πιο πυκνά, νιώθω να με μαστιγώνει ένα παγωμένο καμιτσίκι, γυρίζω στο φορτηγό, βάζω κάτω από την καρότσα τα άδεια χαρτοκιβώτια από τις τροφές όπως και τα γεμάτα, τα σκεπάζω όπως, όπως, με το καρότσι, πευκοβελόνες και καπνιστήρι και αυτά κάτω από την καρότσα.
Μια έντονη ξαφνική λάμψη, πάω να μετρήσω χρόνο για να δω πόσο μακριά έπεσε ο κεραυνός, προτού προλάβω να πω "ένα" ακούγεται ένα κοφτό και εκκωφαντικό "Σιααααττττττττ" και τρίζουν τα τζάμια από το Τ4 "Ακριβώς από πάνω μου είναι!!!! Στην καμπίνα αμέσως!" Σαν πίθηκος με ένα σάλτο ανοίγω την πόρτα του φορτηγού και χώνομαι μέσα στην καμπίνα, αμέσως ανοίγουν οι ουρανοί και κατεβάζουν τόνους νερό, "Ιχχχχχχχχ! Τι ήταν αυτό! Μαλακία! Έπρεπε να είχα φύγει! Ελπίζω να είναι σύντομο! Μπας και με αφήσει να τελειώσω, ρε φίλε τόσο κοντά στο να τελειώσω ήμουν! Τόσο κοντά!".
Αρχίζει να ρίχνει χαλάζι "Μπααα χαλάζι με κεραυνούς? Παράξενο! Αλλά πέρσι δεν ήταν που είχε στον Σοχό χιονοκαταιγίδα πάλι με κεραυνούς? Έχει τρελαθεί η φύση τα τελευταία χρόνια, το σπάνιο γίνεται η κανονικότητα πλέον. Χαλάζι! Ωραία, συνήθως όταν χαλαζώνει δεν κρατάει πολύ χρονικά, σε 3-4 λεπτά θα έχει τελειώσει!" με το βλέμμα στο ρολόι του φορτηγού ελπίζω η υπόθεση που έχω κάνει να βγει σωστή.
Αλλά το χαλάζι όχι μόνο δεν κοπάζει, αλλά δυναμώνει, γίνεται όλο και μεγαλύτερο, πικρότερο, αγριότερο, και τα λεπτά περνάνε και η ένταση εξακολουθεί να δυναμώνει, περνά ένα πεντάλεπτο, τίποτα! Συνεχίζει να χαλαζώνει, "Ρε φίλε! Δεν θα σταματήσει! Τι κάνω τώρα? Δεν μπορώ να φύγω, όλη η πραμάτεια μου είναι κάτω από την καρότσα! Και όλο και χειροτερεύει η κατάσταση, θα μπορώ να φύγω εάν καθυστερήσω και άλλο, πως θα είναι από λάσπη ο δρόμος? Σκατά! Έπρεπε να είχα ήδη φύγει!" Βγάζω το κινητό για να τραβήξω μια φωτογραφία την απουλιάνα που έχει αρχίσει να ασπρίζει από το χαλάζι "Υπέροχα, πραγματικά, υπέροχα! Σκατά, σκατά, σκατά!" μουρμουρίζω από μέσα μου.
Η ώρα περνά, η χαλαζοκαταιγίδα δεν κοπάζει, το πεντάλεπτο έχει γίνει δεκαπεντάλεπτο, κρυώνω, πεινάω πλέον σαν λύκος, έχω μόνο παγωμένο νερό στην καμπίνα, το πίνω αχόρταγα μέχρι να ξεγελάσω την πείνα μου, τουλάχιστον δεν διψάω, αλλά θέλω να κατουρίσω όμως τώρα, δεν βοηθά και η χαλαζοβροχή που πέφτει ασταμάτητα, "Ένα απόγευμα, ένα απόγευμα που έβρεχε μονότονα" μου έρχεται να τραγουδήσω, "Βγάλε μια ακόμη φώτο για να τους λες τι υπέροχη που είναι η μελισσοκομία! Τουλάχιστον δεν έχεις κανένα πούστη πάνω από το κεφάλι σου να σου το παίζει αφεντικό και να σου σπάζει τα αρχίδια με τις μαλακίες του! Χμμμμμμ κάτι είναι και αυτό! Το μόνο υπέροχο στην μελισσοκομία! Δεν θα σε σπάζει τα αρχίδια κανένα αφεντικό! Θα έχεις όλα τα υπόλοιπα να σου σπάζουν αρχίδια μόνο!".
"Ώ ρε φίλε! Δεν θα μπορέσω να βγω από την απουλιάνα! Σκέψου πρώτα αυτό, και έπειτα βλέπεις εάν θα κολλήσεις και στους χωματόδρομους!" πρέπει να πάρω μια απόφαση, ήδη έχουν σχηματιστεί νερόλακκοί μπροστά από το φορτηγό, θα κολλήσω εδώ εάν μείνω ακόμη λίγο, πρέπει να φύγω, πηδάω έξω από την καμπίνα, αρχίζω να φορτώνω τα πάντα στο φορτηγό, διαλυμένα χαρτοκιβώτια, τροφές που χύνονται έξω από αυτά, καρότσι, πευκοβελόνες καπνιστήρι, προλαβαίνω και βγάζω μια, δύο, φωτογραφίες που να τονίζουν την "Υπεροχιοτυτα"!
Είμαι σαν βρεγμένος ποντικός πλέον από την βροχή και τον ιδρώτα, έχουν λυθεί τα μαλλιά από την κοτσίδα και έχουν πέσει στα μάτια μου, κρυώνω και έχουν αρχίσει να κλειδώνουν οι μυς μου μετά από τόση ώρα που καθόμουν, το καλό με το κρύο είναι ότι σε κάνει να μην νοιώθεις τον πόνο από τους μυς.
Ξεκινώ για να βγω από την απουλιάνα, αμέσως σπινάρισμα, "Καλά ξεκινάμε! Καλά θα φάμε!", απότομο ζιγκ ζαγκ στο τιμόνι για να βρουν πρόσφυση οι τροχοί πριν χαράξουν λούκι μέσα στην λάσπη και κολλήσει το φορτηγό, πιάνει, και ξεκινά το φορτηγό, καρφώνω την δευτέρα στο κιβώτιο ταχυτήτων "Από εδώ και πέρα μόνο δευτέρα, σταθερά, θα το πάω όσο πιο γρήγορα μπορώ με αυτή για να μην χάνω το μομέντουμ, αλλιώς θα πρέπει να το βγάλω με την όπισθεν", χωρίς ανάσα για τα επόμενα 10-15 δευτερόλεπτα οργώνω σπινάροντας την απουλιάνα, αφήνω την υπογραφή μου με δύο παράλληλες και μεθυσμένες γραμμές "Από εδώ πέρασε Η Αρκούδους!" λέει!
Βγαίνω στον χωματόδρομο, δεν υπάρχει όμως χωματόδρομος, κάτι σαν ένα λασποποτάμι μπρος μου και μόνο, "Σκατά! Που είναι ο δρόμος? Έπρεπε να φύγω πιο νωρίς! Ίσως και να είναι καλύτερα, δεν κολλάς τόσο εύκολα μέσα στο νερό λένε! Είσαι σίγουρος? Δεν ξέρω! Έχω κολλήσει σε λάσπη σε κοκκινόχωμα, έχω κολλήσει σε λάσπη λευκή σαν πηλό, έχω κολλήσει σε λάσπη με πευκοβελόνα, έχω κολλήσει σε άμμο, έχω κολλήσει σε χιόνι, έχω κολλήσει και σε ανάχωμα που βρήκε στο σασμάν, δεν έχω κολλήσει ακόμη σε νερό! Ευκαιρία το λοιπόν να κολλήσουμε και εδώ!" πάω με 45-50 και με δευτέρα, δεν πρέπει να χαθεί το μομέντουμ ή ορμή του φορτηγού, ντριφάρω διαρκώς, παίρνω τις στροφές σαν ευθείες και πηγαίνω στις ευθείες σαν να είμαι μέσα σε στροφή, νιώθω σαν τον Ντιντιε Οριόλ και τον Γιούχα Κάνκουνεν στο παγκόσμιο πρωτάθλημα ράλι.
Κάθε τόσο σκάζω μέσα σε μια νερολακούβα και σηκώνω καντάρια από ένα καφέ υγρό σαν σοκολατούχο γάλα "Να δεις που στο τέλος όλη αυτή η λασπούρα θα καταλήξει στην μίζα και δεν θα παίρνει μπρος ο χάρος" σκέφτομαι. Αλλά δεν σταματώ, πλαγιολισθένω μεν αλλά συνεχίζω, μέτρο στο μέτρο βγαίνει η διαδρομή, έξω συνεχίζει να ρίχνει καρεκλοπόδαρα, εξακολουθώ να μην βλέπω τον δρόμο και να είμαι μέσα σε ένα ποτάμι.
Είμαι βρεγμένος, είμαι κουρασμένος, πεινάω, πονάω, κατουριέμαι, βρομάω, κρυώνω, δεν έχει τελειώσει η δουλειά μου, αλλά μια μόνο σκέψη τριγυρίζει στο μυαλό μου!
"Μα δεν είναι υπέροχη η μελισσοκομία?"
Και η μόνη απάντηση που μου έρχεται ξανά, και ξανά, και ξανά, στο μυαλό μου είναι η εξής:
"Σκατά!"
"Σκατά!"
"Σκατά"
"Σκατά!"
"Σκατά!".
Adios Amigos Locos
Λάζαρος Μότσανος
Σοχός 13/3/2024
Αυτές οι μαμημένες περιπέτειες αδερφέ,
ΑπάντησηΔιαγραφήΑυτές οι μαμημένες περιπέτειες, που ενώ όταν συμβαίνουν τις απεχθάνεσαι αλλά μετά τις νοσταλγείς.
Κάρι ήξερε ο Ιντιάνα Τζόουνς