Η χημεία όπως θα έπρεπε να μας την είχαν διδάξει.
Calcium carbonate
Molymod Kit
Ασβεστίτης (Calcium carbonate Calcite)
Η ονομασία "calcite" προέρχεται από το Λατινικό "calx", που σημαίνει "ασβέστης", λέξη η οποία αποτελεί αντιδάνειο του αρχαίου ελληνικού "χάλιξ".
Αποτελεί το κύριο συστατικό των κελυφών πολλών οργανισμών (Εχινοδέρμων, μαλακίων, κοραλιών κτλ.), των περιβλημάτων των ωών (αυγών) των ερπετών και των πτηνών και των σκελετών των περισσότερων σπονδυλωτών.
Ανευρίσκεται παγκοσμίως και αποτελεί το βασικό συστατικό των ασβεστολίθων καθώς και των μαρμάρων καθώς και των σταλακτιτών / σταλαγμιτών των σπηλαίων. Λόγω των ποικίλων τρόπων σχηματισμού του - είναι ιζηματογενούς προελεύσεως - έχουν περιγραφεί πάνω από 800 διαφορετικές μορφές του.
Απαντά, επίσης, και ως Αραγονίτης (πολυμορφική μορφή του με την ίδια χημική σύσταση αλλά διαφορετικό σύστημα κρυστάλλωσης). Η ολοσχερώς διαφανής παραλλαγή του ονομάζεται ισλανδική κρύσταλλος (αγγλ. Iceland spar ή calcite spar) και εμφανίζει έντονα το φαινόμενο της διπλοθλαστικότητας, γι' αυτό και χρησιμοποιείται στην κατασκευή οπτικών οργάνων (πρίσματα Nicol). Άλλες παραλλαγές του είναι ο μονοϋδρασβεστίτης (CaCO3.H2O), o ικαΐτης (CaCO3.6H2O) και ο βατερίτης (CaCO3), επίσης πολυμορφική μορφή του.
Δεν διαλύεται εύκολα στο νερό, ενώ αναβράζει έντονα με την επίδραση υδροχλωρικού οξέος, λόγω της παραγωγής διοξειδίου του άνθρακα:
CaCO3 + 2HCl → CaCl2 + H2O + CO2
Ο ασβεστίτης χρησιμοποιείται ευρέως στην οικοδομική, στην διακοσμητική (οι διαφανείς / ημιδιαφανείς παραλλαγές του), στην λιθογραφία και, υπό μορφή κόνεως, ως λίπασμα. Χρησιμοποιείται, επίσης, στην παρασκευή τσιμέντου και η ισλανδική κρύσταλλος στην κατασκευή οπτικών οργάνων.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Diamond Molecular Model Kit
Molymod Kit
Διαμάντι
Το διαμάντι (αρχ. ελληνικά αδάμας = αήττητος, ακατανίκητος, λόγω της μεγάλος σκληρότητάς του) είναι περίφημο ορυκτό για την ισχυρή λάμψη του και την πολύ μεγάλη σκληρότητά του, με ιδιαίτερη διεθνή εμπορική αξία. Ανήκει στην οικογένεια των αυτοφυών στοιχείων. Αποτελείται δε από καθαρό άνθρακα. Λόγω της σκληρότητας αυτής χρησιμοποιείται σε βιομηχανικές εφαρμογές, ενώ η λαμπρότητα του το κάνει τον πιο γνωστό και περιζήτητο πολύτιμο λίθο. Το βάρος του μετριέται με καράτια (1 καράτι = 200 χιλιοστά του γραμμαρίου).
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Functionalized Nanoparticle-Dendrimer Molecule Model Kit (Orbit)
Orbit kit
Graphite Molecular Model Kit
Molymod Kit
Γραφίτης
Ο γραφίτης (αγγλ. graphite) είναι ορυκτή πολυμορφική μορφή του άνθρακα. Το όνομά του προέρχεται από το αρχαίο ελληνικό γράφειν, λόγω της ιδιότητάς του να αποβάφει όταν τρίβεται σε μαλακή επιφάνεια. Τα άτομα του άνθρακα σχηματίζουν επίπεδα "φύλλα", με δεσμούς πολύ ισχυρούς μεταξύ των ατόμων του ίδιου φύλλου, οι δεσμοί, όμως, μεταξύ των φύλλων είναι ασθενείς. Ως συνέπεια, ο γραφίτης εμφανίζεται μαλακός και σχίζεται σε φυλλάρια (νιφάδες) πολύ εύκολα, ενώ οι συνήθεις σχηματισμοί του στη φύση είναι επίσης πλακώδεις. Εμφανίζεται, όμως, και σε στηλοειδείς, ακτινωτές και ακανόνιστες συμπαγείς μάζες.
Ανευρίσκεται σε ζώνες καθολικής μεταμόρφωσης ή μεταμόρφωσης επαφής εντός γνευσίων, σχιστολίθων (κρυσταλλοσχιστώδη) αλλά και μεταμορφωμένων ασβεστολίθων. Ανευρίσκεται, επίσης, σε υδροθερμικές φλέβες και σε μερικούς σιδηρομετεωρίτες καθώς και σε ορισμένες περιφερειακές ζώνες ανθρακωρυχείων, προερχόμενος από μεταμόρφωση άλλων μορφών ορυκτού άνθρακα, ενώ έχει ανευρεθεί και ως συστατικό πυριγενών πετρωμάτων. Συνδέεται με χαλαζία, ασβεστίτη, μαρμαρυγίες και ορυκτά της ομάδας του τουρμαλίνη.
Παρά το ότι χημικά είναι όμοιος σε σύσταση με το διαμάντι, οι διαφορές τους είναι αξιοσημείωτες και οφείλονται στην διαφορετική διάταξη των ατόμων του άνθρακα. Εκτός από την σκληρότητα, ο γραφίτης είναι καλός αγωγός του ηλεκτρισμού, αδιαφανής, και χρησιμοποιείται ως πρόσθετο σε λιπαντικά (π.χ. γραφιτούχος βαλβολίνη, η οποία περιορίζει τους θορύβους σε συστήματα μετάδοσης οχημάτων).
Χρησιμοποιείται, υπό μορφή παχέων πλακών, στους πυρηνικούς αντιδραστήρες, ως επιβραδυντής νετρονίων. Είναι, επίσης, το βασικό συστατικό για την κατασκευή των κοινών μολυβιών. Σημαντικές χρήσεις του είναι, επίσης, η κατασκευή ηλεκτροδίων (η ηλεκτρόλυση αλουμίνας για την παρασκευή αργιλίου πραγματοποιείται με ηλεκτρόδια από γραφίτη), στην βιομηχανία χάλυβα και ορειχάλκου, στην κατασκευή μπαταριών (οι κοινές μπαταρίες έχουν ηλεκτρόδιο ανόδου από γραφίτη) και στην κατασκευή πυρίμαχων υλικών.
Απαντά σε πολλές περιοχές του κόσμου. Οι περιοχές που ανευρίσκονται μεγάλοι κρύσταλλοι και είναι, επίσης, οικονομικά εκμεταλλεύσιμος, είναι στην Καρελία και στο Τουρουκάνσκ (Turukhansk) (επί του ποταμού Ιενεσέη) της Ρωσίας, στο Κεμπέκ (Καναδάς) , στην Σρι Λάνκα (μεγάλο κοίτασμα με εξαιρετικής ποιότητας γραφίτη), στο Μεξικό (περιοχή της Σονόρα), προερχόμενος από μεταμόρφωση λιθανθρακοφόρων κοιτών, και στην πολιτεία της Νέας Υόρκης (Μονρόε και Τικοντερόγκα) των ΗΠΑ.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Molymod Buckyball (Fullerene) Molecular Model Kit
Molymod Kit
Fulleren
A fullerene is any molecule composed entirely of carbon, in the form of a hollow sphere, ellipsoid, or tube. Spherical fullerenes are also called buckyballs, and cylindrical ones are called carbon nanotubes or buckytubes. Fullerenes are similar in structure to graphite, which is composed of stacked graphene sheets of linked hexagonal rings; but they may also contain pentagonal (or sometimes heptagonal) rings.
The first fullerene to be discovered, and the family's namesake, was buckminsterfullerene C60, made in 1985 by Robert Curl, Harold Kroto and Richard Smalley. The name was a homage to Richard Buckminster Fuller, whose geodesic domes it resembles. Fullerenes have since been found to occur (if rarely) in nature.
The discovery of fullerenes have greatly expanded the number of known carbon allotropes, which until recently were limited to graphite, diamond, and amorphous carbon such as soot and charcoal. Buckyballs and buckytubes have been the subject of intense research, both for their unique chemistry and for their technological applications, especially in materials science, electronics, and nanotechnology.
From Wikipedia, the free encyclopedia
A fullerene is any molecule composed entirely of carbon, in the form of a hollow sphere, ellipsoid, or tube. Spherical fullerenes are also called buckyballs, and cylindrical ones are called carbon nanotubes or buckytubes. Fullerenes are similar in structure to graphite, which is composed of stacked graphene sheets of linked hexagonal rings; but they may also contain pentagonal (or sometimes heptagonal) rings.
The first fullerene to be discovered, and the family's namesake, was buckminsterfullerene C60, made in 1985 by Robert Curl, Harold Kroto and Richard Smalley. The name was a homage to Richard Buckminster Fuller, whose geodesic domes it resembles. Fullerenes have since been found to occur (if rarely) in nature.
The discovery of fullerenes have greatly expanded the number of known carbon allotropes, which until recently were limited to graphite, diamond, and amorphous carbon such as soot and charcoal. Buckyballs and buckytubes have been the subject of intense research, both for their unique chemistry and for their technological applications, especially in materials science, electronics, and nanotechnology.
From Wikipedia, the free encyclopedia
Molymod Ice Molecular Model Kit
Molymod Kit
Πάγος
Πάγος ονομάζεται το δια ψύξης στερεοποιημένο νερό, είναι δηλαδή η στερεά κατάσταση στην οποία μετατρέπεται το νερό όταν βρεθεί σε θερμοκρασία 0 °C (273,15 K, 32 °F). Στην αρχαία Ελλάδα "πάγος" ονομαζόταν και κάθε μεγάλων διαστάσεων γυμνός βράχος π.χ. Άρειος Πάγος ο επ΄ αριστερά της εισόδου της Ακρόπολης των Αθηνών, βράχος.
Η πιο συνηθισμένη μορφή πάγου είναι ένα συνήθως εξαγωνικό κρυσταλλικό στερεό, διαφανές ή ημιδιαφανές σε λευκή ή γαλαζωπή απόχρωση, ανάλογα με την περιεκτικότητά του σε άλλα στοιχεία (αέρας, άλατα, κλπ.). Ένα χαρακτηριστικό του πάγου είναι ότι έχει μικρότερη πυκνότητα σε σχέση με τη ρευστή του μορφή (νερό). Έτσι, ο πάγος επιπλέει στο νερό, ένα φαινόμενο που είναι πολύ σημαντικό για την περιβαλλοντική ισορροπία στη Γη.
Ο καθαρός πάγος τήκεται στους 0° Κελσίου και η θερμοκρασία αυτή λαμβάνεται ως βάση της κλίμακας των θερμομέτρων. Κατά τη τήξη του πάγου απορροφάται από το περιβάλλον θερμότητα 79,4 θερμίδων ανά γραμμάριο τηκόμενου πάγου. Αντίθετα προς τις σχέσεις πυκνότητας της στερεάς και υγρής μορφής των περισσοτέρων ουσιών ο πάγος παρουσιάζει μικρότερο του ύδατος ειδικό βάρος. Έτσι στους 0° το ένα λίτρο ζυγίζει 999,81 γρ., ενώ ίσος όγκος πάγου ζυγίζει μόνο 916,7 γρ. Αυτός είναι και ο λόγος του σχηματισμού του πάγου πρώτα στις επιφάνειες των λιμνών, των ποταμών και της θάλασσας. Κατά τη ψύξη του ύδατος ο σχηματιζόμενος πάγος καταλαμβάνει περίπου κατά το 1/9 μεγαλύτερο όγκο, και εξ αυτού του λόγου ο πάγος ασκεί και τεράστια δύναμη σε εγκλωβισμένους χώρους (π.χ. υδροσωλήνες ή ρηγματώσεις βράχων). Υπό πίεση ο πάγος τήκεται σε θερμοκρασία χαμηλότερη του μηδνός. Επίσης ο πάγος είναι λίαν πλαστικός και ολισθαίνει σε διάφορα επικλινή επίπεδα, και εξ αυτού οφείλεται και η κίνηση των παγετώνων.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Πάγος ονομάζεται το δια ψύξης στερεοποιημένο νερό, είναι δηλαδή η στερεά κατάσταση στην οποία μετατρέπεται το νερό όταν βρεθεί σε θερμοκρασία 0 °C (273,15 K, 32 °F). Στην αρχαία Ελλάδα "πάγος" ονομαζόταν και κάθε μεγάλων διαστάσεων γυμνός βράχος π.χ. Άρειος Πάγος ο επ΄ αριστερά της εισόδου της Ακρόπολης των Αθηνών, βράχος.
Η πιο συνηθισμένη μορφή πάγου είναι ένα συνήθως εξαγωνικό κρυσταλλικό στερεό, διαφανές ή ημιδιαφανές σε λευκή ή γαλαζωπή απόχρωση, ανάλογα με την περιεκτικότητά του σε άλλα στοιχεία (αέρας, άλατα, κλπ.). Ένα χαρακτηριστικό του πάγου είναι ότι έχει μικρότερη πυκνότητα σε σχέση με τη ρευστή του μορφή (νερό). Έτσι, ο πάγος επιπλέει στο νερό, ένα φαινόμενο που είναι πολύ σημαντικό για την περιβαλλοντική ισορροπία στη Γη.
Ο καθαρός πάγος τήκεται στους 0° Κελσίου και η θερμοκρασία αυτή λαμβάνεται ως βάση της κλίμακας των θερμομέτρων. Κατά τη τήξη του πάγου απορροφάται από το περιβάλλον θερμότητα 79,4 θερμίδων ανά γραμμάριο τηκόμενου πάγου. Αντίθετα προς τις σχέσεις πυκνότητας της στερεάς και υγρής μορφής των περισσοτέρων ουσιών ο πάγος παρουσιάζει μικρότερο του ύδατος ειδικό βάρος. Έτσι στους 0° το ένα λίτρο ζυγίζει 999,81 γρ., ενώ ίσος όγκος πάγου ζυγίζει μόνο 916,7 γρ. Αυτός είναι και ο λόγος του σχηματισμού του πάγου πρώτα στις επιφάνειες των λιμνών, των ποταμών και της θάλασσας. Κατά τη ψύξη του ύδατος ο σχηματιζόμενος πάγος καταλαμβάνει περίπου κατά το 1/9 μεγαλύτερο όγκο, και εξ αυτού του λόγου ο πάγος ασκεί και τεράστια δύναμη σε εγκλωβισμένους χώρους (π.χ. υδροσωλήνες ή ρηγματώσεις βράχων). Υπό πίεση ο πάγος τήκεται σε θερμοκρασία χαμηλότερη του μηδνός. Επίσης ο πάγος είναι λίαν πλαστικός και ολισθαίνει σε διάφορα επικλινή επίπεδα, και εξ αυτού οφείλεται και η κίνηση των παγετώνων.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Orbit Diamond Molecular Model Kit
Orbit kit
Orbit Graphite-Graphene Molecular Model Kit
Orbit kit
Quartz Molecular Model Kit
Molymod Kit
Χαλαζίας
Ο χαλαζίας είναι ορυκτό του πυριτίου, το δεύτερο πιο διαδεδομένο ορυκτό στη φύση. Είναι σημαντικό ορυκτό της λιθόσφαιρας και συμμετέχει στα συστατικά της σε ποσοστό περίπου 12%. Επίσης είναι το μοναδικό ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από πυρίτιο και οξυγόνο. Τα ιόντα του χαλαζία είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένα και για αυτό έχει μεγάλη σκληρότητα. Απαντάται σε πολλές και ποικίλες μορφές, έχοντας χρώμα από σκούρο καφέ-μαύρο (καπνιάς) έως τελείως διαφανές. Στα πετρώματα συναντάται σε κοκκώδη ή κρυσταλλική μορφή. Αποτελεί ορυκτολογικό συστατικό των όξινων εκρηξιγενών πετρωμάτων, όπως και μεταμορφωσιγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων. Είναι γνωστός διεθνώς με το όνομα "Quartz". Έχει πιεζοηλεκτρικές ιδιότητες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο χαλαζίας είναι ορυκτό του πυριτίου, το δεύτερο πιο διαδεδομένο ορυκτό στη φύση. Είναι σημαντικό ορυκτό της λιθόσφαιρας και συμμετέχει στα συστατικά της σε ποσοστό περίπου 12%. Επίσης είναι το μοναδικό ορυκτό που αποτελείται αποκλειστικά από πυρίτιο και οξυγόνο. Τα ιόντα του χαλαζία είναι πολύ ισχυρά συνδεδεμένα και για αυτό έχει μεγάλη σκληρότητα. Απαντάται σε πολλές και ποικίλες μορφές, έχοντας χρώμα από σκούρο καφέ-μαύρο (καπνιάς) έως τελείως διαφανές. Στα πετρώματα συναντάται σε κοκκώδη ή κρυσταλλική μορφή. Αποτελεί ορυκτολογικό συστατικό των όξινων εκρηξιγενών πετρωμάτων, όπως και μεταμορφωσιγενών και ιζηματογενών πετρωμάτων. Είναι γνωστός διεθνώς με το όνομα "Quartz". Έχει πιεζοηλεκτρικές ιδιότητες.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Sodium Chloride Molecular Model Kit (NaCl)
Molymod Kit
Αλάτι
Αλάτι ονομάζεται το μαγειρικό άλας ή χλωριούχο νάτριο (χημικός τύπος NaCl). Με αυτό αλατίζουμε τα τρόφιμα και παρασκευάζουμε τα αλίπαστα.
Το αλάτι είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση. Βρίσκεται διαλυμένο στο νερό της θάλασσας και στο νερό ορισμένων λιμνών. Επίσης, βρίσκεται σε στερεή κατάσταση μέσα στη γη, όπως π.χ. στην Πολωνία, στην Αυστρία, στη Γερμανία κλπ (ορυκτό αλάτι). Η θάλασσα περιέχει αλάτι σε ποσοστό 2,7 - 3,8%. Σε περιοχές, όπου το κλίμα είναι θερμό, το ποσοστό αυτό αυξάνεται ενώ μειώνεται σε θάλασσες, όπου εκβάλουν πολλοί ποταμοί. Το αλάτι είναι απαραίτητο συστατικό κάθε ζωντανού οργανισμού και παίζει σπουδαίο ρόλο στα βιολογικά φαινόμενα.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Αλάτι ονομάζεται το μαγειρικό άλας ή χλωριούχο νάτριο (χημικός τύπος NaCl). Με αυτό αλατίζουμε τα τρόφιμα και παρασκευάζουμε τα αλίπαστα.
Το αλάτι είναι πολύ διαδεδομένο στη φύση. Βρίσκεται διαλυμένο στο νερό της θάλασσας και στο νερό ορισμένων λιμνών. Επίσης, βρίσκεται σε στερεή κατάσταση μέσα στη γη, όπως π.χ. στην Πολωνία, στην Αυστρία, στη Γερμανία κλπ (ορυκτό αλάτι). Η θάλασσα περιέχει αλάτι σε ποσοστό 2,7 - 3,8%. Σε περιοχές, όπου το κλίμα είναι θερμό, το ποσοστό αυτό αυξάνεται ενώ μειώνεται σε θάλασσες, όπου εκβάλουν πολλοί ποταμοί. Το αλάτι είναι απαραίτητο συστατικό κάθε ζωντανού οργανισμού και παίζει σπουδαίο ρόλο στα βιολογικά φαινόμενα.
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Zinc Blende-Sphalerite Molecular Model
Molymod Kit
Σμιθσονίτης
Ο σμιθσονίτης (κοινώς καλαμίνα) (αγγλ. smithsonite ή zinc spar) είναι ανθρακικό ορυκτό του ψευδαργύρου. Oφείλει το όνομα "σμιθσονίτης" στον Βρετανό ορυκτολόγο Τζέιμς Σμίθσον (James Smithson) (1765 - 1829), ο οποίος ήταν ο ιδρυτής και κύριος χρηματοδότης του Ιδρύματος που φέρει το όνομά του (Smithsonian Institution) που βρίσκεται στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ.
Η ονομασία "καλαμίνα" προέκυψε από την αραβική λέξη "kalmeia", η οποία χαρακτήριζε τα μεταλλεύματα του ψευδαργύρου. Η ονομασία "καλαμίνα" δεν χρησιμοποιείται πλέον στην Ορυκτολογία, επειδή παλαιότερα χαρακτήριζε τόσο τον σμιθσονίτη όσο και τον ημιμορφίτη ((Zn4[(OH)2|Si2O7] . H2O), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συγχύσεις.
Το απολύτως καθαρό ορυκτό είναι διαφανές, άχρωμο έως λευκό. Οι ποικίλες αποχρώσεις του οφείλονται σε μερική αντικατάσταση του ψευδαργύρου από άλλα μέταλλα: Έτσι, η κίτρινη ή κιτρινοπράσινη παραλλαγή του οφείλει το χρώμα της σε προσμίξεις καδμίου, ενώ η γαλαζοπράσινη - πρασινωπή (και μερικές φορές ροδόχρους) σε προσμίξεις χαλκού, οι καστανές αποχρώσεις σε προσμίξεις σιδήρου, οι ροδόχροες σε προσμίξεις κοβαλτίου.
Είναι δευτερογενές ορυκτό και σχηματίζεται από την εξαλλοίωση των πρωτογενών ορυκτών του ψευδαργύρου στις ζώνες οξείδωσης.
Ο σμιθσονίτης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεταλλεύματα ψευδαργύρου. Ορισμένες φορές, ανάλογα με την στιλπνότητα, το χρώμα και την διαφάνειά του, χρησιμοποιείται και ως διακοσμητικό υλικό, με την ονομασία "μποναμίτης" (bonamite).
Είναι ευρέως διαδεδομένος ανά τον κόσμο και ανευρίσκεται στην Ελλάδα, κυρίως στα μεταλλεία του Λαυρίου, υπό μορφή βοτρυοειδών μαζών ή επιφλοιώσεων. Απαντά, επίσης, στην Νότια Ιταλία (Σαρδηνία), Ισπανία, Βρετανία, ΗΠΑ, Μεξικό, Αφρική (όπου και ανευρέθησαν ιδιάζοντες κρύσταλλοι).
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Ο σμιθσονίτης (κοινώς καλαμίνα) (αγγλ. smithsonite ή zinc spar) είναι ανθρακικό ορυκτό του ψευδαργύρου. Oφείλει το όνομα "σμιθσονίτης" στον Βρετανό ορυκτολόγο Τζέιμς Σμίθσον (James Smithson) (1765 - 1829), ο οποίος ήταν ο ιδρυτής και κύριος χρηματοδότης του Ιδρύματος που φέρει το όνομά του (Smithsonian Institution) που βρίσκεται στην Ουάσιγκτον των ΗΠΑ.
Η ονομασία "καλαμίνα" προέκυψε από την αραβική λέξη "kalmeia", η οποία χαρακτήριζε τα μεταλλεύματα του ψευδαργύρου. Η ονομασία "καλαμίνα" δεν χρησιμοποιείται πλέον στην Ορυκτολογία, επειδή παλαιότερα χαρακτήριζε τόσο τον σμιθσονίτη όσο και τον ημιμορφίτη ((Zn4[(OH)2|Si2O7] . H2O), με αποτέλεσμα να δημιουργούνται συγχύσεις.
Το απολύτως καθαρό ορυκτό είναι διαφανές, άχρωμο έως λευκό. Οι ποικίλες αποχρώσεις του οφείλονται σε μερική αντικατάσταση του ψευδαργύρου από άλλα μέταλλα: Έτσι, η κίτρινη ή κιτρινοπράσινη παραλλαγή του οφείλει το χρώμα της σε προσμίξεις καδμίου, ενώ η γαλαζοπράσινη - πρασινωπή (και μερικές φορές ροδόχρους) σε προσμίξεις χαλκού, οι καστανές αποχρώσεις σε προσμίξεις σιδήρου, οι ροδόχροες σε προσμίξεις κοβαλτίου.
Είναι δευτερογενές ορυκτό και σχηματίζεται από την εξαλλοίωση των πρωτογενών ορυκτών του ψευδαργύρου στις ζώνες οξείδωσης.
Ο σμιθσονίτης αποτελεί ένα από τα σημαντικότερα μεταλλεύματα ψευδαργύρου. Ορισμένες φορές, ανάλογα με την στιλπνότητα, το χρώμα και την διαφάνειά του, χρησιμοποιείται και ως διακοσμητικό υλικό, με την ονομασία "μποναμίτης" (bonamite).
Είναι ευρέως διαδεδομένος ανά τον κόσμο και ανευρίσκεται στην Ελλάδα, κυρίως στα μεταλλεία του Λαυρίου, υπό μορφή βοτρυοειδών μαζών ή επιφλοιώσεων. Απαντά, επίσης, στην Νότια Ιταλία (Σαρδηνία), Ισπανία, Βρετανία, ΗΠΑ, Μεξικό, Αφρική (όπου και ανευρέθησαν ιδιάζοντες κρύσταλλοι).
Από τη Βικιπαίδεια, την ελεύθερη εγκυκλοπαίδεια
Λάζαρος Μότσανος
Σοχός 13/9/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου