Για πού το έβαλες παράξενο μου ξωτικό και πάλι
σε τι μπελάδες θα βάλεις το όμορφο σου το κεφάλι
σε τι χαλάσματα, συντρίμμια, στης πόλης το νταμάρι
θα χωθείς άφοβα και άκριτα εσύ κρυφό μου καμάρι
Για που και πάλι σου σιγοψιθύρισε μόνος σου να πας
πίσω από το αυτί σου και σήμερα ο άτιμος ο σατανάς
γλυκό μου αγρίμι θα μου φορέσεις το μαύρο το μαντίλι
όπως το πας δεν έχει λάδι πολύ της ζωής σου το καντήλι
Σαν τυφλός στης μοίρας
το ραντεβού πως μπορείς να πηγαίνεις
συνάντηση μες στο νου
μου με λάμψεις μιας λάμας ακονισμένης
ποιο το κέρδος σου στο το έκανα κάπως, κάποτε, εγώ και αυτό
αν είναι να με αφήσεις μόνη και έρημη στον κόσμο να πορευτώ
Πως μπορώ να εμπιστευτώ αυτό το δικό σου το παράξενο μυαλό
που και το βεραμάν το μεταφράζει ως του ρυζόγαλου το λευκό
ποιου παλαβού πατέρα είσαι ‘συ γενιά, ποια μάνα σε γέννησε
τρελό
ποιοι οι δάσκαλοι που δεν μπόρεσαν να σε κάνουν πλάσμα
λογικό
Τελευταία φορά μου λες, όπως μου έλεγες και χθες, και κάθε
χθες
πρέπει να πάω και εκεί, να ζήσω την ζωή, λες και με πιάνουν
οι ενοχές
να πάω να δω, να δω και τι άλλο υπάρχει και εκεί, να δω και
το καρνάγιο
αλλά θα μπορέσεις ποτέ να δεις, πως στα μάτια μου στέρευσε το κουράγιο
Μότσανος Λάζαρος
Σοχός 19/11/2016
Μότσανος Λάζαρος
Σοχός 19/11/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου