Ο δρόμος είναι πάντα εκεί, μονίμως να μας ψιθυρίζει, να μας καλεί
ατελείωτος σαν να είναι θαρρείς, αίτιο και αιτιατό πλεγμένα μαζί
την άξενη πόλη ασταμάτητα περιδιαβαίνουμε εποχή με την εποχή
τα πάντα μοιάζουν να αλλάζουν, μα και ίδια είναι κάθε στιγμή
Είδα παιδιά να λιποθυμούν από την πείνα μες στα αστικά
είδα γερούς μέχρι την μέση στους κάδους σαν τα γατιά
είδα χέρια απλωμένα ταπεινά, άδεια από πικρά κέρματα
είδα πονεμένα ματάκια καστανά, βουρκωμένα και αυτά
Ένα μικρό χεράκι χαμένο μέσα σε μια ιδρωμένη μέγκενη
με βήμα ταχύ σε τραβώ εδώ και εκεί σαν κούκλα πάνινη
τα στενά πεζοδρόμια ψάχνω να βρω, ευκαιρία μου μοναδική
το σώμα σου να νιώσω στο στρίμωγμα, στου πλήθους την βοή
Είδα στους έρημους τοίχους ζωγραφισμένη την άγρια κραυγή
είδα στις πορείες των άδειων ανθρώπων την εκκωφαντική σιωπή
είδα των αστέγων μαζεμένη σε σακούλες πλαστικές όλη τους την
ζωή
είδα την μοναξιά δηλητήριο πικρό, μες στα μάτια να λαμπυρίζει
το γιατί
Βήμα στο βήμα, πνοή με την πνοή, μόνος εγώ, μόνη και η μικρή
μου η τρελή
μπροστά μόνο να πηγαίνουμε ξέρουμε πια, αν και η κίνηση και
αυτή απατηλή
παιδιά ορφανά, ο δρόμος πατέρας και μάνα μαζί, χαρά και
αγάπη χαρίζει πικρή
του Σίσυφου η μοίρα έλαχε σε εμάς, του δρόμου το τέλος
ποτέ να μην έλθει.
Μότσανος Λάζαρος
Θεσσαλονίκη 9/4/2016
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου