Δεύτερη φορά που κατεβαίνω στην Θεσσαλονίκη τον τελευταίο χρόνο (θα ακολουθήσει ανάρτηση στο μέλλον και με την πρώτη επίσκεψη μου στην Θεσσαλονίκη για το 2021- Δύο, 2 και 1/2 μάλλον, επισκέψεις μέσα σε ένα χρόνο μόνο!!!!-) για να πάω μερικά μέλια σε πελάτες μου, και να αγοράσω μερικά υλικά για την μελισσοκομική μου επιχείρηση (ένδυση για μένα, φάρμακα για τα μελίσσια μου).
Μια σύντομη και μόνο επίσκεψη για αυτούς τους λόγους, και όχι μια από τις εκτεταμένες μου βόλτες στην Θεσσαλονίκη με την Αλεπού, μια που δεν το ρισκάρουμε να συνωστιστούμε με οποιοδήποτε μέσα στις πόλεις, εμβολιασμένο ή όχι.
Αλλά μια επίσκεψη στην Θεσσαλονίκη χωρίς την παυσίπονη δράση της Αλεπούς δίπλα μου έχει το κόστος της.
"People are strange when you're a stranger
Faces look ugly when you're alone
Women seem wicked when you're unwanted
Streets are uneven when you're down"
Στίχοι που τραγουδούσε ο Jim Morrison, στίχοι που τους νιώθεις πλήρως μέσα σου. Άσχημη και βρόμικη πόλη η Θεσσαλονίκη, άσχημοι και βρόμικοι οι κάτοικοι της. Τα πάντα άσχημα χωρίς την Αλεπού δίπλα σου.
Μόλις έχω κατεβεί από το 38 από την Ευκαρπία όπου έχω αφήσει το φορτηγό μου, δεν θέλω να δημιουργήσω ένα Carmagedon με το Τ4, και για αυτό το παρκάρω τόσο ψιλά και παίρνω το αστικό από την Ευκαρπία.
Φορώ διπλή μάσκα στο πρόσωπο μου, 6 μονόκιλα βάζα με μέλι στο σακίδιο στην πλάτη μου, 3 τρίκιλα βάζα με μέλι στην τσάντα στο δεξί μου χέρι. Είμαι ακόμη στο ύψος των δωδεκαώροφων, "Πολύ περπάτημα ακόμη! Θα μου κοπούν τα χέρια και οι ώμοι από το βάρος!" σκέφτομαι, "'Τελευταία από τις παραγγελίες εκτός έδρας αυτού του τρελού μήνα, μετά θα κάτσεις λίγο και οι επόμενες μαζικές παραγγελίες θα μεταφερθούν με το φορτηγό, βγάλε την αυτή, και μετά ξεκούραση για τις γιορτές!" λέω στον εαυτό μου, "Ναι αλλά θέλω να φύγω τώρα! Δεν μου αρέσει εδώ!" σιγομουρμουρίζω, "Αγρίεψα πολύ τον τελευταίο καιρό! Σε λίγο θα μου είναι δύσκολο να μιλάω καν με τόση απομόνωση που έχω, θα γίνω ένα δίποδο αγρίμι, ευτυχισμένο μόνο μακριά από όλα, ευτυχισμένο μόνο μοναχό του" η επόμενη σκέψη μου, "Τι θα μου έλεγε άραγε η Αλεπού εάν ήταν δίπλα μου τώρα?" προσπαθώ να την φανταστώ δίπλα μου να μου μιλά διαρκώς για να μην νιώθω την πίεση της πόλης που δεν αντέχω "Μπαρμπούνι μου! Δεν είναι καλύτερα που ήρθες εδώ? Να ξεσκάσεις λίγο, να δεις και λίγο κόσμο που μου έχεις αγριέψει μόνος σου εκεί πάνω? Να δεις και μερικές γυναίκες να σου ανοίξει το μάτι να μην γράφεις χαζά στο facebook! Έλα σε πειράζω, μην αρπάζεσαι αμέσως και μου σηκώνεις τις τρίχες στο σβέρκο σου σαν κανένας χαζός γάτος!" χαμογελώ αχνά, "Ναι άσε την να σε συντροφεύει έστω και έτσι!".
Με την πιο φανταστική παρέα που θα μπορούσα να έχω ποτέ κατηφορίζω προς το κέντρο της πόλης όπου θα παραδώσω τα μέλια και θα συνέχιζα με τις αγορές μου. Τα χέρια μου έχουν κουραστεί με την εναλλαγή που κάνω ανάμεσα τους με την τσάντα με τα μέλια, ο ώμος έχει αρχίζει να ψιλομουδιάζει από το λουρί του σακιδίου που μπαίνει βαθιά μέσα μου, λόγου στενότητας του λουριού και του βάρους των μελιών.
Φτάνω στον Βαρδάρη στο ύψος της Εγνατίας, βλέπω μια αφίσα των αντεμβολιαστών σε έναν στύλο "Θα την βγάλω για το αρχείο μου!" σκέφτομαι, "Να υπάρχουν εκεί για τις μελλοντικές γενιές για να ξέρουν το πόσο χαζοί ήμασταν, και γιατί μας ξέφυγε τόσο άσχημα η πανδημία και είχαμε τόσες δεκάδες χιλιάδες νεκρούς στην χώρα μας μόνο!" η επόμενη σκέψη μου, "Ναι έχει ξεφύγει η χαζομάρα στις μέρες μας, πνιγήκαμε στην βλακεία τώρα τελευταία" ακούω το φάντασμα της Αλεπούς να μου σιγομουρμουρίζει. Δύο γρήγορες φωτογραφίες "θα τις βάλω στα νέα της ημέρας σήμερα" σκέφτομαι "Δεν τα βαρέθηκες ήδη αυτά τα χαζά χαζέ μου?" απαντά το φάντασμα, δεν ξέρω τι να του ανταπαντήσω.
Έχοντας παραδώσει τα μέλια στον προορισμό τους, και έχοντας αγοράσει δύο παντελόνια παραλλαγής από την Αμερικανική αγορά για να τα χρησιμοποιώ στις εργασίες μου στα μελισσοκομεία μου ξεκινώ για το Καπάνι για να αγοράσω οξαλικό οξύ για να κάνω την κύρια θεραπεία μου στα μελίσσια όταν θα έχουν ξεγονεύσει πλήρως κατά τα Χριστούγεννα.
"Θα μπεις μέσα σε όλους αυτούς τους βρομιάρηδες στο Καπάνι? Όλοι μέσα στον κορωνοϊό θα είναι, σιγά μην και κρατούν καμία προφύλαξη αυτοί οι Μαο Μαο εκεί! Όχι μόνο μπάνιο με χλωρίνη δεν σε απολυμάνει, αλλά ούτε καν με υδροχλωρικό οξύ! Πρέπει να πας οπωσδήποτε μέσα στην σφιγκοφωλιά χαζέ μου?" με ρωτά η Αλεπού, "Ναι δυστυχώς πρέπει, δεν έχω άλλη επιλογή!".
Φτάνω στο Καπάνι, κανένας εκεί μέσα δεν φοράει μάσκα, ξεχωρίζω σαν την μύγα μέσα στο γάλα με την διπλή μάσκα που φορώ "Στο είπα εγώ!" μουρμουρίζει η Αλεπού "Μπες γρήγορα, βγες ακόμη γρηγορότερα, μην πάρεις ούτε καν μια ανάσα" εξακολουθεί και λέει μέσα στο μυαλό μου, σχεδόν τρέχω μέσα στο Καπάνι για να φτάσω στην γωνία που είναι το κατάστημα του προμηθευτή μου.
Με που φτάνω διαβάζω μια πινακίδα "Μεταφερθήκαμε Ερμού 19, διασταύρωση Ερμού και Βενιζέλου", "Διάολε! Τζάμπα και βερεσέ εκτέθηκα στην χολέρα και στην μούργα!" σκέφτομαι, "θα έπρεπε να δεις στον υπολογιστή πρώτα εάν είχαν μεταφερθεί" προλαβαίνει να πει η Αλεπού "Μα τι λέει πάλι? Θα μας τρελάνει? Που να υποθέσω μαγαζί 70 ετών ότι θα μετακινηθεί από το κεντρικότερο σημείο της πόλης? Γυναίκες!!!".
Βγαίνω από το Καπάνι έχοντας επάνω μου τις μυρουδιές από τα ψαρικά, "Βρομιάρηδες" ακούω μια φωνή στο μυαλό μου, χαμογελώ, ναι η Αλεπού είναι πράγματι εδώ! Ξεκινώ για τον νέο προορισμό μου.
Βγαίνοντας από το κατάστημα του προμηθευτή μου βάζω πάλι το σακίδιο στην πλάτη μου, ταιριάζω το δερμάτινο σακάκι μου, τραβώ και την κοτσίδα που έχει μπλεχθεί ανάμεσα στην πλάτη μου και το σακίδιο μου "Έχει γίνει τεράστια η κοτσίδα σου! Πότε θα κάτσεις να στην κόψω λίγο? Σαν καλόγερος δείχνεις με αυτή!" μου λέει η Αλεπού "Ποτέ δεν θα την κόψω! Ένας Ντοθράκι χάνει την κοτσίδα του μόνο νεκρός, από το χέρι αυτού που τον σκότωσε!" απαντώ "Χα χα χα, χαζέεεεεεεε μου" μια πρόσχαρη φωνή μέσα στο μυαλό μου.
Και ξαφνικά Ερμού και Βενιζέλου πέφτω πάνω σε μια μαύρη αφίσα, "Αααααα οι αριστερούλιδες ψεκασμένοι αυτή την φορά!" σκέφτομαι "Αααα θα την βγάλω και αυτή για το αρχείο μου! Θα τις βγάλω και τις δύο για να βλέπουν οι μελλοντικοί μου αναγνώστες ότι οι ΨΕΚΑ δεν ήταν μόνο οι ακροδεξιοί, όπως αυτοί στην αφίσα στην Εγνατία!".
Βγάζω το κινητό να βγάλω την φωτογραφία, αργεί να εστιάσει και μένω μερικά δευτερόλεπτα με το κινητό στα χέρια μπροστά από το καφάο με την μαύρη αφίσα, με προφανέστατη πρόθεση σε όλους εκεί έξω ότι θα βγάλω φωτογραφία την αφίσα.
"ΤΙ ΣΟΥ ΑΡΕΣΕΙ ΣΕ ΑΥΤΟ ΡΕ ΒΛΑΜΕΝΕ?!?!?!" ακούω ξαφνικά πίσω από τα αυτιά μου! "Δεν ήταν η Αλεπού αυτή" σκέφτομαι, "ρίχνω μια λοξή ματιά χωρίς να κινήσω το κεφάλι μου προς την κατεύθυνση της φωνής, βλέπω μια μαύρη φιγούρα, γυναίκα, κοντή, υπέρβαρή, να έρχεται κατά το μέρος μου, "Μην δίνεις σημασία μπαρμπούνι μου" ακούω από μέσα μου την Αλεπού να λέει, ξαναγυρίζω το βλέμμα μου στο κινητό για να δω εάν έχει εστιάσει, "ΣΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΑΥΤΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ?" ακούω να ουρλιάζει ο μαύρος μπόγος.
"Τι είπε η μαλακισμένη?!?!?!?!" αμέσως σκέφτομαι! "Μην ασχολείσαι χαζέ μου!!! Καμιά τρελή θα είναι, βρομάει η πόλη από τέτοιους" ακούω με αγωνία την φωνή Αλεπούς, συνεχίζω να την αγνοώ την παρείσακτη, και πατάω την οθόνη του κινητού για να τραβήξω την πρώτη φωτογραφία, ακούω το κλείστρο της φωτογραφικής να κλείνει, βγήκε η πρώτη, πάμε για την δεύτερη.
"ΔΕΝ ΜΙΛΑΣ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ! ΣΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΑΥΤΑ ΚΑΙ ΤΑ ΒΓΑΖΕΙΣ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ ΜΑΛΑΚΑ?" λέει η μαυροφορούσα "Θα την σκίσω την πουτάνα!" νιώθω το αγρίμι μέσα μου να ουρλιάζει! "Δεν θα κάνεις απολύτως τίποτα! Όχι εάν με αγαπάς!" αμέσως η φωνή της Αλεπούς σεκόντο.
Γυρίζω το κεφάλι μου και αγριοκοιτώ αυτό που με πλησιάζει, γυναίκα, στην ηλικία μου περίπου, 40-45 πόντοι κοντύτερη μου, με πρόσωπο έναν κόκκινο όγκο από κρέας και λίπος, μοιάζει με την μητέρα του Ντάνι Ντε Βίτο στην ταινία "Πέτα την μαμά από το τρένο", άσχημη σαν μπουλντόκ, δέρμα κόκκινο και ξεφλουδισμένο από την παρατεταμένη παραμονή στον ήλιο και στο κρύο, μαύρα λυτά μαλλιά με άσπρες τρίχες μέσα τους, υφή σαν τα μουστάκια του καλαμποκιού, από την απλυσιά μάλλον. Μου προκαλεί απέχθεια μαζί με την οργή που έχει αρχίσει για τα καλά να φουντώνει! "Δες την, μια καημένη ύπαρξη είναι, προφανώς τρελή, μην ασχολείσαι σε παρακαλώ! Για μένα!!!" ακούω την όλο αγωνία φωνή της Αλεπούς, "Αν συνεχίσει θα την κατεβάσω αγκωνιά από πάνω προς τα κάτω, με αυτή την διαφορά ύψους θα πέσει πάνω στο πρόσωπο της σαν τσεκούρι, είτε μύτη, είτε σαγόνι και να βρει θα της το ξηλώσει από το πρόσωπο της" γρυλίζει το αγρίμι μέσα μου, "Τίποτα δεν θα της κάνεις! Είναι γυναίκα προς Θεού!" με αγωνία απαντά η Αλεπού, "Είναι γυναίκα αυτό το πράμα!?!?" ξαναγρυλίζει το αγρίμι, "Ναι! Εάν με αγαπάς αγνόησε την" μια αχνή φωνή μέσα μου.
Το χέρι μου πλέον ψιλοτρέμει από την οργή και την ταραχή, προσπαθώ να εστιάσω μόνο στο κινητό μου να πάρω μια φωτογραφία και να φύγω αγνοώντας την γυναίκα δίπλα μου, που όλο και με πλησιάζει. Και ξαφνικά ακούω "ΣΕ ΑΡΕΣΟΥΝ ΑΥΤΑ ΡΕ ΜΑΛΑΚΑ? ΠΑΡΤΑ ΡΕ ΠΑΛΙΟΜΑΛΑΚΑ!!!" και ξαφνικά αντικρίζω μια ανοιχτή παλάμη σε απόσταση ενός εκατοστού από την μύτη μου!!!
"ΤΙ ΕΚΑΝΕΣ ΜΩΡΙ ΜΑΛΑΚΟ!!!" Ακούω τον εαυτό μου να ουρλιάζει στα 140 ντεσιμπέλ καθώς γυρίζω για να την αντιμετωπίσω αγριεμένος! Την βλέπω σαστισμένη, δεν περίμενε αυτή την αντίδραση, "Φεύγουμε αμέσως! Τώρα!!!"ακούω την φωνή της Αλεπούς μέσα μου, την αγνοώ. "ΤΙ ΣΕ ΚΑΝΕΙ ΝΑ ΝΟΜΙΖΕΙΣ ΟΤΙ ΜΟΥ ΑΡΕΣΟΥΝ ΑΥΤΑ ΜΩΡΙ ΜΑΛΑΚΟ!" εξακολουθώ να ουρλιάζω στην παρείσακτη, "Σε παρακαλώ κοίτα τα μάτια μου!" ακούω την Αλεπού να λέει, καθώς τρέμω από οργή νοιώθω ένα ζευγάρι καστανά μάτια να σχηματίζονται μπροστά μου "Καστανά γλυκά μου μάτια, καστανά μελαγχολικά μου μάτια" σκέφτομαι και αρχίζω να ηρεμώ, "Πάμε να φύγουμε μπαρμπούνι μου, μην ασχολείσαι άλλο με την τρελή".
Γυρίζω αργά "Ούτε καν ξέρεις που θα χρησιμοποιήσω αυτή την φωτογραφία μαλάκο!" λέω σε πιο χαμηλή ένταση, και αρχίζω να ανηφορίζω για την Εγνατία αφήνοντας πίσω την τρελή, "ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΕΙΣ ΔΗΛΑΔΗ ΤΗΝ ΦΩΤΟΓΡΑΦΙΑ?" ρωτάει πάλι η τρελή νομίζοντας ότι έχω μαλακώσει και είμαι πρόθυμος να συνομιλήσω μαζί της.
Νιώθω την οργή μου να με κυριεύει ξανά "ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙΣ ΠΟΥ ΘΑ ΣΟΥ ΠΩ ΚΑΙ ΠΟΥ ΘΑ ΤΗΝ ΧΡΗΣΙΜΟΠΟΙΗΣΩ ΜΑΛΑΚΟ! ΜΕ ΞΕΡΕΙΣ ΚΑΙ ΑΠΟ ΧΘΕΣ ΚΑΙ ΘΕΛΕΙΣ ΝΑ ΣΟΥ ΔΩΣΩ ΛΟΓΑΡΙΑΣΜΟ ΤΟΥ ΤΙ ΚΑΝΩ ΜΑΛΑΚΟ!!!!" ουρλιάζει πάλι το αγρίμι μέσα μου, "Φρόνιμα χαζέ μου!! Πάμε να φύγουμε, μην ασχολείσαι!" ξανά η Αλεπού ακούγεται μέσα στο κεφάλι μου, "Φρόνιμος είμαι. Μαλάκο την είπα άλλωστε, δεν την είπα πουτάνο! Φεύγουμε, μην ανησυχείς, φεύγουμε!".
Ακούω μια φωνή από πίσω μου να ουρλιάζει "ΝΑ ΠΑΣ ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙΣ ΕΣΥ ΡΕ ΠΟΥΣΤΡΟΠΑΙΔΟ, ΦΑΣΙΣΤΑ, Ε ΦΑΣΙΣΤΑ! ΜΑΛΑΚΑ ΦΑΣΙΣΤΑ! ΝΑ ΓΑΜΗΘΕΙΣ ΡΕ ΦΑΣΙΣΤΑ! ΦΑΣΙΣΤΑ! ΦΑΣΙΣΤΑ! ΦΑΣΙΣΤΑ! ΦΑΣΙΣΤΑ!", "Αμάν! θα πάω πίσω θα τις κατεβάσω δύο μπουκέτα μέσα σε αυτόν τον πολτό που έχει για πρόσωπο, θα την κατεβάσω κάτω, και καθώς θα την σέρνω από το μπατζάκι της θα μετρά με τα δόντια της τα πλακάκια από τα πεζοδρόμια όλης της Ερμού!" αρχίζει να γρυλίζει πάλι το αγρίμι μέσα μου, "Δεν θα κάνεις τίποτα, είσαι καλό παιδάκι εσύ, το καλό μου το παιδάκι, περπάτα γρήγορα και μην κοιτάς καν πίσω σου, άσε την καημένη με τους δαίμονες της!", "Την μαλάκο! Από εκεί που με έκοβε για Συριζαίο με την κοτσίδα και τα γένια, κατευθείαν με χαρακτήρισε για νεοναζί! Η μαλάκο!!!!", "Άσε την στην δυστυχία της και την μιζέρια της μωρό μου!".
Η οργή με έχει πλημυρίσει, τρέμω ολόκληρος, θέλω να γυρίσω να της κάνω κακό, να την τσακίσω με τα χέρια μου, ξέρω ότι όμως δεν θα το εγκρίνει αυτό η Αλεπού. Συνεχίζω να ανηφορίζω προς την Εγνατία ακούγοντας ακόμη την τρελή να με αποκαλεί φασίστα, πρέπει να αντιδράσω κάπως, χωρίς να την σκοτώσω.
Σηκώνω το δεξί μου χέρι καθώς περπατώ χωρίς να κοιτώ πίσω, το έχω πλέον στην ανάταση με κλειστή γροθιά σαν τον John Bender στην ταινία The Breakfast Club, και καθώς κρατώ ψιλά την σφιγμένη γροθιά μου υψώνω το μεσαίο μου δάχτυλο. Ένας παράξενος παραστάτης που ανεβαίνει την Βενιζέλου προς την Εγνατία δείχνοντας σε όλους που παρακολουθούν την μοναχική του παρέλαση το μεσαίο του δάχτυλο. Το μήνυμα ξεκάθαρο για κάθε έναν που βλέπει την σκηνή, ξεκάθαρο και για την τρελή που αφήνω πίσω μου καθώς παύει να φωνάζει!
"Ο τρελός μου!!! Μα πότε θα μεγαλώσεις εσύ? Πότε θα μεγαλώσεις χαζέ μου?" ακούω να λέει χαρούμενα και περιεκτικά η Αλεπού καθώς φτάνω στην Εγνατία και κατεβάζω επιτέλους το χέρι μου.
Είμαι τρελαμένος από την οργή, δεν της απαντώ, "Τι μου θύμωσες και εμένα? Γιατί? Επειδή δεν σε άφησα να την ξεπουπουλιάσεις? Αχχχχχ ο Φασίστας μου!!! Χα χα χα" ακούω την φωνή της, "Να πάτε να γαμηθείτε όλοι σας!" κατορθώνω να ξεστομίσω "Να πιάτε να γκαμιθιτιεεεε όλιτσαςςςςςςς!" ακούω την Αλεπού να με κοροϊδεύει.
Περπατώ γρήγορα στην Εγνατία με κατεύθυνση τον σιδηροδρομικό σταθμό για να πάω το 38 για να γυρίσω στην Ευκαρπία και το σταθμευμένο μου Τ4, φλέγομαι από την οργή, από την ανικανοποίητη οργή που κοχλάζει μέσα μου, τρέμω ολόκληρος σαν κομπρεσέρ, αγριοκοιτώ οποιοδήποτε τολμάει να με κοιτάξει μέσα στα μάτια, νιώθω σαν ένας λυσσάρης λύκος ανάμεσα σε πρόβατα.
"Τι συμβαίνει χαζό μου? Έτσι θα την βγάλουμε στην μούγκα μέχρι τον σταθμό? Σοβαρά τώρα? Και σταμάτα να αγριοκοιτάς τον κόσμο σαν κανένας ψυχοπαθής" ακούω την Αλεπού να με κοροϊδεύει, με πιάνει το παράπονο, τα μάτια μου βουρκώνουν "Άχουυυυυυ τι είναι αυτά, κλαις? Μα τι όμορφος είσαι όταν κλαις μπαρμπούνι μου!!!" ακούω την Αλεπού να λέει χαρούμενα "Ένα εκατομμύριο μαλάκες!" μουρμουρίζω με παράπονο "Τι είπες?" λέει η Αλεπού, "Ένα εκατομμύριο μαλάκες!" λέω δυνατότερα, "Ένα εκατομμύριο μαλάκες μαζεμένοι σε αυτή την πόλη!!!!" συνεχίζω, "Εναθθθθεκατομυριοθθθθθθμαλακεθθθθθθθθθθθ!!!" ακούω την Αλεπού να λέει και να σκάζει στα γέλια, "Για αυτό σε αγαπώ! Γιατί είσαι ένα παιδάκι, και για πάντα θα είσαι ένα παιδάκι, δεν υπάρχει περίπτωση ποτέ να μεγαλώσεις, χαζό μου!!!".
Συνεχίζω να περπατώ γρήγορα, το ένα οικοδομικό τετράγωνο διαδέχεται το άλλο, πρόσωπα αγνώστων δίπλα μου που τα προσπερνώ, ξένα πρόσωπα, άσχημα πρόσωπα, δεν μιλάω, ακούω μόνο την Αλεπού να κελαηδάει μέσα στο κεφάλι μου "Αυτή είναι η Θεσσαλονίκη, η Ελλάδα του σήμερα μπαρμπούνι μου. Έχει μείνει μόνο η σκατοδούρα εδώ, ή φύρα, ότι καλό είχαμε το διώξαμε την τελευταία δεκαετία εκεί έξω, εδώ έχει μείνει μόνο το τίποτα, και το πουθενά, για να ψωμολιμάζει! Και καλά να πάθουν, δεν τους λυπάμαι καθόλου όλους αυτούς τους επαρχιώτες που μας τους κουβαλήσατε από τα κωλοχώρια σας. Έχουν ξεφύγει και με τις μαλακίες με τα facebook και έχουν χάσει κάθε όριο. Ρίχνουν τους "ψόφους", τους "προδότες", τους "φασίστες", την "χούντα" από εδώ και εκεί στα κοινωνικά δίκτυα, και νομίζουν ότι μπορούν να κάνουν ακριβώς το ίδιο και στην πραγματική ζωή, εκεί που θα είναι σε απόσταση βολής χεριού από τον συνομιλητή τους, που νομίζουν ότι σε μια προσβολή θα αντιδράσει με μια θυμωμένη φατσούλα, και όχι με ένα μπουκέτο που θα σου κατεβάσει όλη την τζαμαρία! Στο έχω πει τόσες φορές μωρό μου, τα κοινωνικά δίκτυα είναι η ψυχοθεραπεία του κάθε βαρεμένου εκεί έξω, και μάλιστα η δωρεάν ψυχοθεραπεία. Ο κάθε ένας πικραμένος και ψωνισμένος δείχνει σε αυτά την μόστρα του, και μετά νιώθει καλύτερα νιώθοντας ότι έχει κάνει και κάτι. Τα παλιά τα χρόνια αυτόν τον ρόλο είχε η εκκλησία, μετά ακολούθησε το γήπεδο, τώρα είναι το facebook! Γιατί μου στεναχωριέσαι? Δεν στα έχω μάθει όλα αυτά? Και εσύ άλλωστε γλυκέ μου το ίδιο κάνεις, και εσύ έχεις αυτή την ανάγκη να μιλάς εκ άμβωνας, και σου έδωσαν αυτό το βήμα τα κοινωνικά δίκτυα, και μάλιστα εσύ το έχεις χρησιμοποιήσει σε μια έκταση που άλλοι ούτε καν μπορούν να το φανταστούν! Μην με κοιτάς έτσι, το ξέρεις καλά ότι έχω δίκιο πάνω σε αυτό, δεν μου αρέσει, αλλά δεν έχω τρόπο να σε σταματήσω, είναι βλέπεις η δική σου ψυχοθεραπεία αυτή, και είναι δωρεάν, ιδίως σε σχέση με τα φλιπεράκια! Εάν έτσι θέλετε όλοι σας να γεμίζετε τρύπες στις ψυχές σας δεν θα σας εμποδίσω εγώ, σιγά μην ασχοληθώ με τους βρομερούς χωριάτες! Μπαρμπούνι μου!", τραγουδά η Αλεπού μου το τραγούδι της.
Βήμα στο βήμα πλησιάζω στον σταθμό ακούγοντας την, μπροστά μου ορθώνεται πλέον το κτήριο του σταθμού "Να φτάσαμε επιτέλους" μου λέει, "Είδες τι καλά που μπορείς να είσαι μέσα στην πόλη χωρίς εμένα!" συνεχίζει, πρώτη φορά μετά από ώρα της μιλώ "Κατερινιώ?" λέω "Ναι μπαρμπούνι μου? Τι θέλεις χαζό μου?", "Μου λείπεις.............." της λέω με παράπονο.
Σιωπή, ακούω μόνο τα βήματα μου στις άδειες αποβάθρες των τρένων, καθώς καρφώνω τις φτέρνες μου στα πλακάκια του σταθμού, μόνος ξανά, περνώ από το τούνελ κάτω από τις αποβάθρες και φτάνω στον χώρο επιβίβασης των αστικών στην Ξηροκρήνη.
Ακόμα να φανεί το 38, κάνω βόλτες σαν λύκος στο κλουβί για να περάσει η ώρα, το βλέμμα μου τραβούν κάποιες μπλε αφίσες στο παγκάκι της στάσης, πάω απέναντι τους, τραβώ μηχανικά το κινητό μου από την τσέπη, βγάζω δύο φωτογραφίες κοιτώντας αριστερά και δεξιά εάν έχει κάποιος αντίρρηση για αυτό που κάνω, βάζω γρήγορα το κινητό στην τσέπη μου σαν να προσπαθώ να το κρύψω, να το θάψω.
Εξακολουθώ να στέκομαι μπροστά από μια μπλε αφίσα, την κοιτώ αλλά δεν την βλέπω, αόριστα μικρά σχήματα σε μπλε άσπρο και κόκκινο φόντο, σαν την ασπίδα του Κάπτεν Αμέρικα.
"Ένα εκατομμύριο μαλάκες" μόνο σιγομουρμουρίζω.
Ένα σιγανό κοριτσίστικο γελάκι αντηχεί πίσω από το αυτί μου.
In memorandum
Adios Amigos Locos
Αναρτήσεις του blog για την επιδημία του Covid-19
Λάζαρος Μότσανος
Θεσσαλονίκη 17/12/2021